Πρώτα ακούς την είδηση: δύο μασκοφόροι, βαριά οπλισμένοι, εισβάλλουν σε έναν χώρο εργασίας, πυροβολούν αδιάκριτα και επικαλούνται τον Θεό (τους). Δώδεκα νεκροί, πολλοί τραυματίες. Η φρίκη ξεπερνά κάθε όριο.
Επειτα μαθαίνεις ποιος ήταν ο στόχος, ποια ήταν τα θύματα. Και συνειδητοποιείς ότι αυτή η φρικτή είδηση κρύβει κάτι περισσότερο από μια βάρβαρη περιφρόνηση στην ανθρώπινη ζωή. Ηταν μια δολοφονική επίθεση εναντίον ανθρώπων που διάλεξαν να υπηρετούν, κοντά 50 χρόνια τώρα, την ελευθερία του λόγου ώς τα πιο ακραία, αυθάδη και ασεβή όριά της. Ηταν, λοιπόν, μια δολοφονική επίθεση εναντίον αυτής της ελευθερίας της ίδιας. Εναντίον ενός θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου. Του δικαιώματος να περιγελά εκείνους που θέλουν να εξουσιάζουν τη ζωή, τη συνείδηση ή τη σκέψη του. Να αμύνεται απέναντι στην υποκρισία και την ηλιθιότητα που τον περιβάλλει –ιδίως στην πιο συνηθισμένη και επιθετική μορφή της ηλιθιότητας: τη μισαλλοδοξία, τον θρησκευτικό, φυλετικό ή ιδεολογικό φανατισμό. Και να αμύνεται με όπλο το χιούμορ, τον λυτρωτικό σαρκασμό.
Κι έπειτα –αν καταφέρεις, με μεγάλη δυσκολία, να κάνεις στην άκρη το σοκ, το πένθος, τα αισθήματα –αρχίζουν να σωρεύονται δύσκολα ερωτήματα.
n Για τη σάτιρα, την ελευθερία του λόγου και τα όριά της. Υπάρχουν άραγε; Πρέπει να υπάρχουν; Και ποιος τα ορίζει; Κι αν αρχίσεις να θέτεις όρια στην αθυρόστομη ελευθερία της έκφρασης, πού τελειώνει αυτή η διαδικασία εκπτώσεων, πού σταματά η αυτολογοκρισία;
n Για το Ισλάμ και τη ριζοσπαστική, φανατική, φονική εκδοχή ή παραφθορά του –τον νέο τζιχαντισμό. Πώς μετατράπηκε σε θέατρο φανατικής μισαλλοδοξίας η θρησκεία που κάποτε, τότε που ο χριστιανισμός ζούσε την εποχή της ιεράς εξέτασης, των βασανιστηρίων και του διωγμού των Εβραίων, ήταν το υπόδειγμα της ανεκτικότητας; Πώς μπορεί ένας μετριοπαθής ισλαμισμός να αντισταθεί σε αυτήν τη βίαιη απόπειρα απαγωγής της θρησκείας του από μια χούφτα φανατικών της βίας; Μπορεί;
n Για τη μετανάστευση, το μέγα επίδικο θέμα στην Ευρώπη και παρ’ ημίν. Υπάρχει μήπως τρόπος να γυρίσουμε στον καιρό της θρησκευτικής και πολιτιστικής ομοιογένειας, που επετεύχθη για λίγο, με ποταμούς αίματος και έπειτα από αιώνες φρίκης; Υπάρχουν φράχτες ικανοί να κρατήσουν μακριά από τις πόλεις μας τις στρατιές των καταραμένων, που διασχίζουν τη Μεσόγειο διακινδυνεύοντας μια ζωή έτσι κι αλλιώς χαμένη, διεκδικώντας μια ευκαιρία έτσι κι αλλιώς ματαιωμένη; Κι αν υπήρχαν, θα έπρεπε, θα ήταν προς το συμφέρον μας να τους υψώσουμε;
n Για την Ευρώπη την ίδια. Αν η ήπειρος των φώτων δεν κατορθώνει, χρόνια τώρα, να αναπαραγάγει τον μεταπολεμικό της άθλο, την ενσωμάτωση διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, μέσω μιας ισχυρής υπόσχεσης κοινωνικής δικαιοσύνης, αναδιανομής του πλούτου, σχετικής ισότητας ευκαιριών στην εκπαίδευση, την απασχόληση και την κοινωνική προστασία, πώς θα μπορούσε να ενσωματώσει πληθυσμούς νέους που στην κοινωνική τους περιθωριοποίηση προστίθεται η πολιτιστική – θρησκευτική διαφορά; Αν η κρίση και η αντιμετώπισή της με το δόγμα της λιτότητας απειλούν να μετατρέψουν την Ευρώπη από ήπειρο της (σχετικής, έστω) κοινωνικής ισότητας και συνοχής σε ήπειρο της φτώχειας, των αποκλεισμών και της έκρηξης των ανισοτήτων, πώς είναι δυνατόν στον καιρό της κρίσης να ενσωματωθούν στην κοινή ζωή οι άγριοι «beurs», οι νέοι με καταγωγή από το Μάγρεμπ που μεγαλώνουν στα γαλλικά προάστια;
Ερωτήματα άμεσα, επί του πρακτέου, τέλος. Αν υποθέσουμε ότι η λογική (αν η δολοφονική παράνοια μπορεί να έχει λογική) των δολοφόνων ήταν, ακριβώς, να προκαλέσουν μια ακραία, ξενοφοβική, ισλαμοφοβική αντίδραση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Αν υποθέσουμε ότι οι τζιχαντιστές επιδιώκουν ακριβώς να καταστήσουν τους μετριοπαθείς και αμέτοχους στον ιερό τους αγώνα πληθυσμούς των μουσουλμάνων της Ευρώπης θύματα ενός γενικευμένου κυνηγιού μαγισσών, ώστε αυτοί, οι ακραίες, ριζοσπαστικές μειοψηφίες, να κυριαρχήσουν επί της πλειοψηφίας των θυματοποιημένων ομοθρήσκων τους. Αν αυτό επιδιώκουν εκείνοι, τι πρέπει να κάνουμε εμείς; Πώς θα βρούμε τη φώτιση και την ψυχραιμία να αντιδράσουμε με μετριοπάθεια, ώστε να μην παίξουμε το παιχνίδι των ακραίων; Πώς να απαντήσουμε στη βία που μας χτυπά την πόρτα χωρίς να πληθύνουμε τις τάξεις εκείνων που διαδηλώνουν κατά του «εξισλαμισμού της Ευρώπης» στη Δρέσδη ή στον Αγιο Παντελεήμονα;