Η νέα κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει πολλά θέματα στο πεδίο της επικοινωνίας. Εχει προαναγγείλει ήδη την έναρξη αδειοδότησης των τηλεοπτικών (υποθέτω και ραδιοφωνικών σταθμών), την επανασύσταση της ΕΡΤ και αναπροσαρμογή των γενικών γραμματειών. Ενώ εντός των προσεχών μηνών, για να είμαστε ρεαλιστές, ολοκληρώνεται η πολυπόθητη ψηφιοποίηση των τηλεοπτικών συχνοτήτων και η κυβέρνηση θα πρέπει να επιδείξει νηφαλιότητα με σκοπό να λυθούν επιτέλους προβλήματα, αντί να προκύψουν νέα.

Το πρώτο είναι το οικονομικό και αναφέρομαι κυρίως στο γεγονός ότι οι τελευταίοι δύο μήνες λόγω των πολιτικών εξελίξεων είναι προβληματικοί (στην καλύτερη περίπτωση) για την αγορά των μέσων επικοινωνίας (και όχι μόνο). Ναι μεν η τεκμαρτή διαφημιστική δαπάνη εμφάνισε αύξηση κατά 12,38% και η τηλεόραση απέσπασε τη μερίδα του λέοντος (αύξηση της τάξης του 31%), αλλά όλοι γνωρίζουν ότι αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην προεκλογική περίοδο και στα διαφημιστικά μηνύματα των κομμάτων, που για κάποιους είναι αμφίβολο αν αποπληρωθούν. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι δεν πρόκειται για κάποια αλλαγή στα διαφημιστικά τεκταινόμενα και στις τάσεις. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, σε μια περίοδο που η αγορά –και τροφοδότης της διαφήμισης –έχει στεγνώσει.

Σε αυτό το κλίμα, σε μια αγορά ανασφαλή και χωρίς δυναμική, ήρθε να τεθεί σε ισχύ ο «ειδικός νόμος τηλεόρασης», σύμφωνα με τον οποίο θα καταβάλλεται το 20% επί της αξίας της διαφήμισης (η ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Παπαδημούλη επιβεβαιώνει την πρόθεση της κυβέρνησης). Δηλαδή, όσοι διαφημίζονται στην τηλεόραση, εκτός του ΦΠΑ και του αγγελιόσημου, θα πρέπει να καταβάλλουν τον εν λόγω ειδικό φόρο. Κάτι ανάλογο που γίνεται με τα καύσιμα, όπου λόγου χάρη στα 35 ευρώ βενζίνη τα σχεδόν 23 είναι φόροι. Επειδή όμως η τηλεόραση δεν είναι αυτοκίνητο, παρά το γεγονός ότι έχουν κοινές αναφορές στο αστικό σύστημα, θα πρέπει να κατανοηθεί από τους αρμοδίους ότι ένας ακόμη φόρος θα οδηγήσει όχι μόνο σε σταδιακό μαρασμό του πεδίου με ό,τι αυτό συνεπάγεται στους κλάδους της ενημέρωσης και της παραγωγής (και όχι μόνο). Γι’ αυτό άλλωστε ο εν λόγω ειδικός φόρος παρέμενε «ερμητικά» κλεισμένος στα συρτάρια τα τελευταία χρόνια. Και όχι μόνο αυτό. Εάν οι τηλεοπτικές επιχειρήσεις θα φυτοζωούν, με ποια κριτήρια θα απονεμηθούν οι τηλεοπτικές άδειες;

Κατά τη γνώμη μου δεν χρειάζεται αναμόχλευση του θέματος των αδειών, όσο και αν αυτό ακούγεται παράδοξο. Από τη στιγμή που οι ψηφιακές συχνότητες χωρούν όλους τους εν λειτουργία σταθμούς και από τη στιγμή που, καλώς ή κακώς, υπάρχει πάροχος που καταβάλλει μίσθωμα, σε μια εποχή που πρέπει να λύνονται παρά να δημιουργούνται προβλήματα, θα πρέπει να δοθεί σε όλους τους εν λειτουργία σταθμούς άδεια, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν τους βασικούς όρους του νόμου (ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα, επαρκές προσωπικό, δυνατότητα παραγωγής περιεχομένου κ.τ.λ.). Αυτή η άδεια μπορεί να ανανεώνεται κάθε δύο χρόνια και να είναι διαδικαστική εφόσον πληρούνται τα βασικά κριτήρια.

Η δημόσια τηλεόραση. Το ζήτημα των ιδιωτικών σταθμών μάς οδηγεί στο πρόβλημα της πολύπαθης δημόσιας τηλεόρασης. Ναι στην επανασύσταση της ΕΡΤ, αλλά με ποιους όρους; Χρειαζόμαστε την παλαιά ΕΡΤ όπου όλοι γνώριζαν και κατ’ αρχήν συμφωνούσαν ότι είχε δισεπίλυτα προβλήματα; Και πόσο χρόνο θα πάρει η επανασύστασή της; Πού θα δοθεί προτεραιότητα, ποιο θα είναι το μέγεθος του προσωπικού, πόσο κανάλια και πού θα λειτουργεί, πόσους ραδιοφωνικούς σταθμούς (εθνικούς, περιφερειακούς, τοπικούς), δορυφορική ΕΡΤ κ.ο.κ. Πάνω σε ποια οικονομοτεχνική μελέτη θα γίνουν όλα αυτά; Ολα αυτά δεν χρειάζονται βιασύνη, παρά τις πιέσεις. Ως ένα πρώτο βήμα η κυβέρνηση θα μπορούσε να βασιστεί στο υπάρχον μόρφωμα της ΝΕΡΙΤ, αναβαθμίζοντάς το και διορθώνοντας όλες τις ατέλειές του.

Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό είναι το μέλλον των γενικών γραμματειών Επικοινωνίας και Ενημέρωσης. Η κυβέρνηση θα πρέπει σοβαρά να σκεφτεί τη σύσταση ενός νέου υπουργείου Επικοινωνιών, του οποίου οι αρμοδιότητες θα επεκτείνονται τόσο στη μαζική επικοινωνία όσο και στις τηλεπικοινωνίες. Αλλά σε αυτό θα εστιάσουμε την επόμενη εβδομάδα.