Το ημερολόγιο στον τοίχο έγραφε 1999 και η Ελλάδα ήταν μια άλλη χώρα. Ή μάλλον ήταν ακόμη στη δραχμή και ετοιμαζόταν να μπει στο ευρώ –και μάλιστα με το πρώτο κύμα. Ηταν επίσης σε φάση στροφής. Υστερα από μια εικοσαετία λιγότερο ή περισσότερο θερμής αντιπαράθεσης με την Αγκυρα, η Αθήνα έμπαινε στην τροχιά της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Πρώτη πρόκληση ήταν η διαχείριση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, με συμβούλια, παρασυμβούλια και τεχνικές συναντήσεις σε όλα τα επίπεδα. Αυτό έθετε αυτομάτως το θέμα της ποιότητας και της επάρκειας του Διπλωματικού Σώματος. Οπως το εξηγούσε κατ’ ιδίαν κορυφαίος τότε χειριστής της εξωτερικής μας πολιτικής, «όταν πρέπει απλώς να πάει κάποιος σε ένα υπηρεσιακό συμβούλιο και να πει όχι, το πράγμα είναι απλό. Οποιοσδήποτε μπορεί να πει όχι. Αν όμως πρέπει να διαπραγματευθεί και να πει ένα ναι με ή χωρίς όρους, τα πράγματα είναι πολύ πιο απαιτητικά».

Υποτίθεται ότι η σχέση μας με την Ευρώπη δεν ήταν συγκρουσιακή όπως με την Τουρκία. Επειτα όμως από ένα δεκαήμερο διαπραγματεύσεων μεταξύ της νέας κυβέρνησης και των εταίρων της στο Eurogroup, καταλήγει κανείς, έστω και ως παρατηρητής, σε συμπέρασμα παράλληλο με εκείνο του κορυφαίου κυβερνητικού αξιωματούχου το 1999. Για τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολιτικά εύκολο να λέει «απεταξάμην το Μνημόνιο και τις άλλες αμαρτίες της τελευταίας πενταετίας». Να λέει δηλαδή όχι, όπως έκανε ως αντιπολίτευση και όπως συνέχισε να κάνει αρχικά ως κυβέρνηση. Με το όχι όμως δεν βρίσκεις την περίφημη «αμοιβαία επωφελή συμφωνία» για την οποία μιλούσαν ο Αλέξης Τσίπρας και ο Γιάννης Βαρουφάκης. Αυτή χρειάζεται ένα ναι. Κι εκεί αρχίζουν τα προβλήματα, οι δισταγμοί και οι πονοκέφαλοι. Ναι σε τι, σε ποιο χρόνο και με τι όρους; Ναι ύστερα από πόση αντίσταση, πόσες διαδηλώσεις και σε τι όργανα –υπουργικό ή ηγετικό; Αν το όχι είναι εύκολο, καθαρό και ξάστερο πολιτικά, το ναι έχει δυσκολίες. Δεν είναι τυχαίο ότι το Κυπριακό μένει άλυτο από το 1974, ότι το Παλαιστινιακό χρονίζει ή ότι δεν μπορεί να βρεθεί αμοιβαία επωφελής λύση μεταξύ Ιρανών, Αμερικανών και άλλων για το πυρηνικό πρόβλημα του Ιράν.

Σίγουρα μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να πει αμέσως ναι. Αν μη τι άλλο, χρειαζόταν μια γέφυρα (χρόνου, διευθετήσεων και –γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε; –χρηματοδότησης) ανάμεσα στο όχι και στο ναι. Αυτός είναι ο ιδεότυπος πίσω από το περίφημο «πρόγραμμα-γέφυρα» που τόσο εξόργισε τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ακόμη πιο δύσκολα είναι τα πράγματα σε ένα πολιτικό σκηνικό όπου οι νικητές προσήλθαν στην εξουσία θεωρώντας ότι δεν κέρδισαν τα άλλα κόμματα αλλά το ίδιο το Μνημόνιο στις κάλπες. Είναι επίσης δύσκολα γιατί, στη φούρια τους, οι νικητές ξέχασαν ότι η τρόικα –άντε, οι τρεις θεσμοί! –δεν ήταν μια εξωγήινη οντότητα που προσγειώθηκε στο Σύνταγμα για να μας καταδυναστεύει. Είναι εντολοδόχοι της ευρωζώνης που απαρτίζεται από κυβερνήσεις εκλεγμένες –δεξιές και λιγότερο δεξιές –που μπορούν κι αυτές, όπως και η νέα ελληνική κυβέρνηση, να επικαλεστούν το ίδιο εύκολα τη λαϊκή εντολή. Κάτι που εξηγεί την ακόμη μεγαλύτερη περιπλοκή.

Συμπέρασμα: το όχι είναι μονοκόμματο. Το ναι θέλει χειρισμούς και αποφάσεις. Εκτός αν το ναι είναι στην πραγματικότητα όχι. Αυτό εννοούσαν οι Γερμανοί βλέποντας Δούρειο Ιππο στην επιστολή Βαρουφάκη. Μόνο που ο δικός τους Τρωικός Πόλεμος δεν έχει καν μια ωραία Ελένη.