Η συγκέντρωση ήταν στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Εκεί, κάτω από κατάμεστες κερκίδες, στρατιώτες με χλαμύδες αναπαριστούσαν το μεγαλείο της τρισχιλιετούς Ελλάδας. Την υποτιθέμενη πολεμική γενναιότητα που ενέπνεε τη στρατιωτική χούντα. Η περίκλειστη Ελλάδα, αποσυνάγωγος από τον πολιτισμένο κόσμο, απομονωμένη και αυταρχική, φαντασιωνόταν μέσα από την κατασκευή με φτηνά υλικά ενός ένδοξου πανάρχαιου παρελθόντος, όπου όλους τους νικάγαμε κι όπου ήμασταν μάγκες, μοναδικοί κι ωραίοι. Μπορεί η Ελλάδα να είχε εκδιωχθεί από τη δημοκρατική Ευρώπη, καταδικασμένη σε απομόνωση, αλλα η χούντα των συνταγματαρχών το γιόρταζε με κιτς γιορτές και φτηνή πατριδοκαπηλεία. Χρειάστηκαν δύο τραγωδίες για να αλλάξει εκείνη η πραγματικότητα. Το Πολυτεχνείο και ο Αττίλας.

Η Αριστερά της Μεταπολίτευσης χλεύασε μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε τις γιορτές εκείνες, διότι αποθέωναν τον μιλιταρισμό, την εθνικιστική ιδεολογία και το κράτος του χωροφύλακα της μεταπολεμικής περιόδου. Η Πολεμική Αρετή των Ελλήνων ήταν η κατεξοχήν γιορτή γύρω από την οποία οργανώθηκε η αριστερή αντίσταση στο εθνοπατριωτικό κιτς. Πριν βαπτιστεί «φιλελεύθερη ιδεολογία που στηρίζει την παγκοσμιοποίηση», ο διεθνισμός ήταν αριστερός τρόπος για να αντιλαμβάνεται κανείς τα πράγματα. Οι παρελάσεις, σύμφωνα με τη λογική αυτή, ήταν στρατοκρατική και μιλιταριστική επιβίωση, που στην Ελλάδα αποκτούσαν ακόμα πιο ειδικό βάρος επειδή ήταν ο τρόπος επίδειξης της ελληνικής εθνικοφροσύνης.

Κανείς δεν φανταζόταν ότι θα ερχόταν μια εποχή που οι εθνικόφρονες θα συνυπήρχαν με εκείνους τους οποίους εδίωκαν για δεκαετίες. Οχι μόνο σε ένα «αντιμνημονιακό» κυβερνητικό σχήμα αλλά και σε τελετές εθνικοφροσύνης, με χορούς, δημοτικά τραγούδια και με τη συμμετοχή «του λαού», στο όνομα ενός ηρωικού παρελθόντος που χρησιμεύει, ακόμα μία φορα, για να σκεπάσει την ανασφάλεια ενός ζοφερού παρόντος.

Εξαγγέλθηκε κι αυτό για την 25η Μαρτίου. Και πλέον η εθνικόφρων Αριστερά δεν θα είναι σουρεαλιστική φαντασία.