Ήταν μόλις 8 ετών όταν η κυβέρνηση των Νεότουρκων τον Απρίλιο του 1915 διέταξε να απελαθούν οι Αρμένιοι. Μέσα σε τρεις μέρες έπρεπε να εκκενωθεί το Ανταμπαζάρ, η πόλη – περίπου 100 χιλιόμετρα ανατολικά της Κωνσταντινούπολης –στην οποία γεννήθηκε και έμενε μέχρι τότε η Οβσαννά Καλουστιάν με την οικογένειά της.
Οι ξεριζωμένοι Αρμένιοι άρχισαν να μετακινούνται κυρίως νότια και ανατολικά. Η οικογένεια της 8χρονης τότε Οβσαννά έφτασε στο Εσκισεχίρ, στη βορειοδυτική Τουρκία. Εκεί τους έκλεισαν μέσα σε τρένο, σε βαγόνια για ζώα, με σκοπό να στείλουν χιλιάδες Αρμένιους στις ερήμους της Συρίας. Κάποιοι έσπευσαν να κρυφτούν στη γύρω περιοχή και το 1918, με την ανακωχή, πολλοί επιζώντες προσπάθησαν να επιστρέψουν στην πατρίδα. Η οικογένεια της Οβσαννά βρήκε το σπίτι της καμένο και κάτω από την τουρκική πίεση αποφάσισε να φύγει με προορισμό την Κωνσταντινούπολη και λίγα χρόνια αργότερα έφτασε στη Μασσαλία.
Η Οβσαννά Καλουστιάν ήταν μία από τις τελευταίες επιζήσασες της γενοκτονίας. Η ιστορία της φιλοξενήθηκε πέρυσι τον Ιανουάριο σε διεθνή ειδησεογραφικά μέσα. Λίγους μήνες αργότερα σε ηλικία 106 ετών, η Αρμένισσα πέθανε.
Την ερχόμενη Παρασκευή συμπληρώνονται 100 χρόνια από την Γενοκτονία των Αρμενίων, που διαπράχθηκε από την Οθωμανική Τουρκία. Ανήμερα του ορθόδοξου Πάσχα ο Πάπας Φραγκίσκος μίλησε για «την πρώτη γενοκτονία του 20ου αιώνα που έπληξε τον λαό των Αρμενίων», δήλωση που καταδίκασε ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, υποστηρίζοντας ότι «εάν οι πολιτικοί ή οι θρησκευτικοί ηγέτες κάνουν τη δουλειά των ιστορικών, τότε δεν θα καταλήξουμε σε αλήθειες, θα πρόκειται μόνο για παραληρήματα».
Στις 24 Απριλίου 1915 συνελήφθησαν στην Κωνσταντινούπολη και εκτελέστηκαν εκατοντάδες αρμένιοι διανοούμενοι. Το σχέδιο των Νεότουρκων για εξόντωση του αρμένικου λαού και υλοποίηση του οράματος του παντουρκισμού είχε τεθεί σε εφαρμογή. Σταδιακά εκτελέστηκαν όλοι οι άνδρες Αρμένιοι από τις επαρχίες της Ανατολίας, ηλικίας 15 –62 ετών ενώ οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι εκδιώχθηκαν προς τις ερήμους της Συρίας.
Συνολικά πάνω από 1,5 εκατομμύριο Αρμένιοι, δηλαδή το 80% του αρμένικου πληθυσμού, χάθηκε στην πρώτη αυτή γενοκτονία του 20ου αιώνα. Μικρός αριθμός επιζώντων βρήκε καταφύγιο σε γειτονικές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Όπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος της Αρμένικης Εθνικής Επιτροπής Ελλάδος, Αγκόπ Οβακιμιάν, στη χώρα μας εκτιμάται ότι ζουν περίπου 40.000 Αρμένιοι. «Πρόκειται είτε για οικογένειες προσφύγων, που ήρθαν στην Ελλάδα μετά τις διώξεις της γενοκτονίας είτε για οικονομικούς μετανάστες, οι οποίοι άρχισαν να φτάνουν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Σε όποια κατηγορία κι αν ανήκουν, πρόκειται για Αρμένιους, που έχουν αφομοιωθεί από την ελληνική κοινωνία, ωστόσο κρατούν τις παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα της χώρας μας».
Τα κοινοβούλια 23 χωρών, πολλές αμερικανικές Πολιτείες, δημοτικά και νομαρχιακά συμβούλια χωρών αλλά και διεθνείς οργανισμοί έχουν αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Η Βουλή των Ελλήνων στις 25 Απριλίου του 1996 την αναγνώρισε επίσημα. «Η 24η Απριλίου είναι ημερομηνία ορόσημο. Ο συμβολισμός του εορτασμού των 100 ετών είναι πολύ μεγάλος, καθώς βάζει το αρμενικό ζήτημα σε άλλη βάση, γίνεται περισσότερο γνωστό στην κοινή γνώμη», σημειώνει ο κ Οβακιμιάν.