Η πρώτη παράγραφος από την «Ιστορία δύο πόλεων» του Ντίκενς είναι μονίμως υπογραμμισμένη από τα χρόνια της γυμνασιακής αθωότητας: «Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισιάς». Και το τυπογραφικό λάθος στο όνομα «Dichens» του δεύτερου εσωφύλλου παραμένει κυκλωμένο με μολύβι –μια καυχησιάρικη ανακάλυψη ενός εμμονικού αναγνώστη.
Η μετάφραση του Κωστή Παπαγιώργη στο «Εξιλαστήριο θύμα» του Ρενέ Ζιράρ προσγειώνεται απότομα από το 1991 στο 2015: «Φτάνει πάντα η στιγμή που δεν μπορούμε πια να αντιταχθούμε στη βία παρά μόνο καταφεύγοντας σε μια άλλη βία… Οσο οι άνθρωποι πασχίζουν να την καθυποτάξουν, τόσο την τροφοδοτούν. Μετασχηματίζει σε μέσα δράσης τα εμπόδια που νομίζουμε ότι της αντιτάσσουμε» (τι άλλο χρειαζόταν για να καταλάβεις ότι οι μεταφραστικές επιλογές του Παπαγιώργη αποτελούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην εργογραφία του;).
Στη «Συνείδηση του Ζήνωνα», ο κίτρινος σελιδοδείκτης της έκδοσης έχει μείνει «καρφωμένος» στη σελίδα 189: «Τότε ήταν που μου διηγήθηκε πώς μ’ αγάπησε πριν με γνωρίσει. Μ’ αγάπησε από τότε που πρωτάκουσε τον πατέρα της να με περιγράφει».
Οι υπογραμμίσεις, οι σημειώσεις στο περιθώριο, τα τυπογραφικά λάθη και η αναγραφόμενη τιμή (1.500 δραχμές στοίχισε ο «Ζήνωνας») διαμορφώνουν τη βιβλιοθήκη μέσα μας όσο και οι τίτλοι που επιλέξαμε. Και το λευκό εξώφυλλο του Εξάντα θα ανήκει πάντα στο ίδιο αταξινόμητο αρχείο. Οπως και μια επίσκεψη στο στέκι της Διδότου –σαν στιγμή μύησης για «επαρχιώτες στα Εξάρχεια, μες στο ψιλόβροχο».
(Με αφορμή τον θάνατο της Μάγδας Κοτζιά, ψυχής του Εξάντα, την περασμένη Τρίτη.)