Αν ισχύει το κλισέ που θέλει κάθε άνθρωπο να ισούται με το άθροισμα όσων ανθρώπων έχει συναντήσει, τότε δεν αποκλείεται, όταν έχουμε να κάνουμε και με συγγραφέα, να συμβαίνει κάτι παρόμοιο με τους ήρωές του, με τους χαρακτήρες που εκείνος έχει επινοήσει ή παρατηρήσει. Στην περίπτωση της Στέργιας Κάββαλου, η πινακοθήκη της συλλογής διηγημάτων «Φαμιλιάλ» διαθέτει τουλάχιστον ευδιάκριτα πορτρέτα: υπάρχει μεταξύ άλλων μια μέλλουσα νύφη τόσο μοναχικά στρεσαρισμένη, ώστε το αντηλιακό στην οδοντόβουρτσά της αποδεικνύεται το λιγότερο που την απασχολεί, ή ένας «εννιά χρονών άντρας», ικανός για τα πάντα προκειμένου να βρίσκεται κοντά στην κατά τεκμήριο πρώτη γυναίκα της ζωής του. Συναντάται ένας παππούς που δεν παραιτείται από τον εκχιονισμό των λεμονιών του ή μια γιαγιά που προλαβαίνει να συμφιλιωθεί με τα βασανισμένα από τα χέρια της ζώα της γειτονιάς. Παρατηρείται επίσης μια αντικαπνίστρια και καλοπροαίρετη κόρη ενός καπνιστή και οξύθυμου πατέρα ή ένα «αγγελικό μουτράκι», χρησιμοποιημένο σαν «έπιπλο μηδενικής λειτουργικότητας», που καταλήγει να μη λείπει σε κανέναν.

Επαφή με το ανοίκειο

Πριν βιαστεί να επισημάνει κανείς ότι τέτοιοι χαρακτήρες προέρχονται ή και ξεπατικώνονται από το λιγότερο ή περισσότερο ευρύ αλλά πάντως εύκολο και προφανές οικογενειακό περιβάλλον, ας λάβει υπόψη του ότι στο «Φαμιλιάλ» αυτό ακριβώς είναι που η συγγραφέας επιθυμεί να σαρώσει με το σκόπευτρό της. Οπως και άλλοι της γενιάς της και όχι μόνο της τέχνης της, αφού και το ελληνικό σινεμά δείχνει παρόμοια ενδιαφέροντα, καταπιάνεται πρωτίστως με τον βασικό κοινωνικοποιητικό θεσμό, ευτυχώς όχι τόσο με τις αφόρητα οικείες πλευρές του όσο με το ανοίκειο ή το απρόοπτο μικρό κομμάτι αυτών όχι μόνο με το τραγικό του κωμικού του μέρους και αντίστροφα, αλλά και με το φοβερό του εφήμερου και τούμπαλιν. Στο «Δυο φορές θάνατος» ένας μεγαλύτερος σε ηλικία θα βρει χρήσιμες παρατηρήσεις για το πώς η βαρετή θρησκεία, η ορθόδοξη εικονογραφία καλύτερα, υγροποιείται στο ασυνείδητο των συνομηλίκων της Κάββαλου και ανακατεύεται με πασχαλιάτικες τηλεοπτικές σειρές. Στο «Καρμαζέλ» είναι σχεδόν κοφτερό το κοντράστ ανάμεσα στα τέσσερα αλογάκια που κυκλίζουν μετά μουσικής και στην ικανότητά τους να στάξουν αίμα.

Υπάρχει δηλαδή κάτι «τιμ-μπαρτονικό», κάτι που ο αμερικανός σκηνοθέτης τού μακάβρια χιουμοριστικού (και ανάποδα) ίσως εκτιμούσε. Δεν είναι αυτού του είδους φυσικά τα βασικά συστατικά των δεκαοκτώ διηγημάτων του «Φαμιλιάλ» κι ας διαθέτουν κι άλλες αδιόρατες επιρροές από ταινίες ή μουσικές μιας γενιάς που, καλώς ή κακώς, κυρίως τον Ρίβερ Φίνιξ και τον Κερτ Κομπέιν θρήνησε. Οσο κι αν απαξιώνεται, τουλάχιστον πρόλαβε να κάνει όνειρα που εκτείνονταν από το συν μέχρι το πλην άπειρο και το γεγονός ότι η οικονομική κρίση υπογράμμισε σαν μεσοδιάστημά τους το σημείο μηδέν την αναγκάζει πλέον να μετατρέψει τη ματαίωση σε γνώση, σε αγώνα. Η Κάββαλου σε έναν βαθμό το υποψιάζεται, γι’ αυτό και αφού προσέξει τη δομή της διηγείται απώλειες και διαψεύσεις, ώρες ώρες χαμογελώντας σχεδόν, με το χαμόγελο κάποιου που γνωρίζει κάποια επικείμενη καταστροφή ή σαν μια έφηβη που σκύβει πάνω από το λεύκωμά της, έχοντας πάντως ζήσει λίγο περισσότερο από την ηλικία της. Το τίμημα της επικέντρωσης σε αυτή την ενήλικη εφηβικότητα είναι ότι, παρότι η λογοτεχνία το απαιτεί, οι έξοδοι από τον εαυτό σπανίζουν. Αναπόφευκτα σχεδόν, τα εξωλεκτικά στοιχεία το ίδιο.

«Παίξε μπάλα»

Κι όμως, κι όμως. Σε ένα από τα πιο αισιόδοξα διηγήματα, το «Παίξε μπάλα», που σκιαγραφεί την Πλατεία Συντάγματος το καλοκαίρι του 2011 με τρόπο που μόνο όποιος βρέθηκε εκεί σαν κάτι παραπάνω από περαστικός μπορεί, η Κάββαλου επιδεικνύει τη γοητεία ενός ψύχραιμου και λογοτεχνίζοντος πρωτοπρόσωπου ρεπορτάζ. Συγγραφικά ενδιαφέρον θέμα και ο θάνατος δηλαδή, ειδικά αν προκύπτει τόσο συχνά ώστε η απουσία του να ανακουφίζει ή αν κάνει κάποιον να γράφει κοντανασαίνοντας, με όλο το νευρικό του σύστημα, λόγω των επίμονων χαρακτηριστικών του όμως δεν τον λες και ανεξάντλητα γόνιμο συγγραφικό έδαφος. «…είναι ένας κύριος απότομος και σοβαρός που χαμπάρι δεν παίρνει από αστεία» γράφει για την αφεντιά του κάπου η συγγραφέας. «Κύριος που μετακομίζει από το πεθαμένο σώμα σε εκείνους που μένουν πίσω και τους κάνει κουβάρια με βαριά χέρια και άλυτες φωνές. Ορκίζομαι ποτέ να μην τον αφήσω να μετακομίσει μέσα μου. Ζωή σε αυτούς».

Εκφραση

Ο κώδικας της γλώσσας

Πέραν του τίτλου, τις πρώτες σελίδες του «Φαμιλιάλ» να ξεφυλλίσει κανείς εύκολα θα καταλάβει ότι η κοφτή, παλμική γλώσσα της Κάββαλου ενσωματώνει, όπως και προηγούμενες δουλειές της, λέξεις ξενικές, ακατάλληλες για αρτηριοσκληρωτικούς φιλολόγους. Φταίει άραγε η ίδια επιτήδευση, η χαρακτηριστική σε κάτι βιντεοταινίες της δεκαετίας του ‘80 που «κατέγραφαν» τις τάσεις της νεολαίας και που στη λογοτεχνία μόνο καινούργια δεν είναι; Μα τούτη η συγγραφέας είναι λίγο παραπάνω από τριάντα. Εκτός λοιπόν από καταχωρίσεις όπως «volume», «mute», «repeat» ή «Paradice City» που εννοείται πως παραπέμπουν στα μουσικά ενδιαφέροντά της, με αυτή τη γλώσσα επικοινωνεί σε παρέες, social media ή πολυεθνικά μεταπτυχιακά στην Ευρώπη. Στο μέτρο που αντανακλά τον κώδικα που βγάζει τους συνομηλίκους της από μια δύσκολη επικοινωνιακή θέση είναι καλοδεχούμενη. Το αν θα κυλάει απρόσκοπτα και ύστερα από χρόνια μένει να αποδειχθεί.

Τα παιδικά και το Αλτσχάιμερ

Δεν πρόκειται για ντεμπούτο. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Στέργιας Κάββαλου ήταν το «Αλτσχάιμερ Trance» του 2010 (εκδ. Τετράγωνο), του οποίου το φαινομενικά αγενές εξώφυλλο είχε απασχολήσει περισσότερο από το πρωτόλειο, λιγότερο λιμαρισμένο από το «Φαμιλιάλ», αλλά πάντως εξίσου άμεσο και απερίφραστο περιεχόμενό του. Κατά τα άλλα, στην εργογραφία της περιλαμβάνονται τα παιδικά «Η κόκκινη πινέζα», «Το μπλε τριαντάφυλλο» και «Η ερωτευμένη μπόσα νόβα» (εκδ. Ιπτάμενο Κάστρο) καθώς και η ποιητική συλλογή «Πλαστική Ανοιξη» (Εκάτη).

Στέργια Κάββαλου

Φαμιλιάλ

Εκδ. Μελάνι, 2014, σελ. 96

Τιμή: 9 ευρώ