Ακόμη κι αν τον έχεις δει σε προηγούμενη παράσταση, αρχικά δυσκολεύεσαι να τον αναγνωρίσεις. Με τη «σκοτεινή» εμφάνισή του στη μαύρη επιμήκη εξέδρα – σκηνή τού κατά Τομάζ Παντούρ «Βασιλιά Ληρ» σηματοδοτεί την άτυπη έναρξη του σαιξπηρικού δράματος. Ο Αργύρης Πανταζάρας ερμηνεύει τον ρόλο τού «τρελού» με σαρωτική ενέργεια. Ενας λογικός «τρελός» που «μπορεί να ελίσσεται με ευκολίαανάμεσα στην ευφυΐα και τη γελοιότητα. Χρησιμοποιεί την ποίηση, τη φιλοσοφία και την μπουρδολογία για να τονίσει τη γελοιότητα του κόσμου και τα πάθη της ανθρώπινης ψυχής» σκιαγραφεί τον ρόλο του ο 25χρονος (και κάτι) ηθοποιός. Ο «τρελός» του, όπως λέει, ίπταται. Ο ίδιος, λοιπόν, χτίζει έναν ρόλο στον αέρα. Και ήταν ένα στοίχημα για εκείνον και τον σκηνοθέτη πώς να συλλάβουν το ασύλληπτο. Του ζητήθηκε να κάνει τα πάντα. «Οπότε ξεκίνησα να αντλώ από μέσα μου, αναζητώντας το “μέσα” του κάθε θεατή».
Φλασμπάκ: πού ξετρύπωσε τον απόφοιτο του Εθνικού Θεάτρου ο σλοβένος σκηνοθέτης; Δεν τον ξετρύπωσε. Τον πρότεινε ο διευθυντής διανομής και πρώτος βοηθός του Παντούρ, Ακης Γουρζουλίδης –αθόρυβος εργάτης του θεάτρου. Η ακρόαση που πέρασε θα του μείνει αξέχαστη διότι «όλα ξεκίνησαν από το μηδέν –και αυτή είναι η δουλειά μας: να αρχίζω από τη γραμμή εκκίνησης, από λευκή σελίδα».
Μετρά ήδη τέσσερα χρόνια στο θεατρικό σανίδι και αφού προηγουμένως τον έχουν επιλέξει οι Μαρμαρινός, Πατεράκη, Χουβαρδάς, Βογιατζής, Καραθάνος, Μπρούσκου, Παπαϊωάννου και (ο νεότερος) Δ. Καρατζάς. Η προτίμηση στο πρόσωπό του δεν έγινε ούτε από τύχη ούτε βάσει στρατηγικής. Βάζει στην άκρη τους δύο αυτούς παράγοντες. Αλλωστε θεωρεί ανακουφιστικό «να χρεώνεις τα πράγματα στην τύχη, είτε για καλό είτε για κακό. Η στρατηγική από την άλλη μυρίζει άσχημα καμιά φορά». Η επιλογή του προέκυψε ως φυσική συνέπεια σκληρής δουλειάς.
ΠΡΟΣΕΧΩΣ. Η πορεία θα συνεχιστεί με τον «Ρήσο» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου (στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ), αναμένοντας παράλληλα τη διεθνή πορεία του «Βασιλιά Ληρ». Αλλά και με τον μονόλογο «ΑΩ», βασισμένο στον μπεκετικό «Ακατονόμαστο», τον οποίο σκηνοθετεί και θα παρουσιάσει στα επερχόμενα Αισχύλεια (αφού πρώτα τον ανέβασε τον περασμένο χειμώνα στην Αθήνα).
Για τον καλλιτεχνικό πληθωρισμό δεν ευθύνεται η υπέρμετρη φιλοδοξία του, αλλά η ανήσυχη φύση του. Οι γνώσεις μουσικών οργάνων (βιολί, κιθάρα, πιάνο) που απέκτησε πιτσιρικάς στον Βόλο μιλούν από μόνες τους. Δεν τίθεται ζήτημα αν χωρούν δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη: εκείνος πιστεύει ότι χωρούν περισσότερα διότι πρόκειται για τρόπο ζωής απέναντι στο θέατρο. Από την άλλη, εκφράζει μια μάλλον απαισιόδοξη αντίληψη για το μέλλον της θεατρικής σκηνής. Κι αυτό επειδή τα ήθη της εποχής γέννησαν το μπουζουκοθέατρο και μια αισθητικήχουντικής αναβίωσης της ελληνικής παράδοσης. Ελπίζει όμως. Θα χρειαστούν πολύς καιρός και «σκούπισμα», όπως λέει, για να καθαρίσουν οι θεατρικές σκηνές από τα «πεθαμένα γαρίφαλα» και να ξαναβρεί το θέατρο το ήθος του. Ωστόσο, οι ηθοποιοί δεν είναι μέλη ορχήστρας σ’ ένα καράβι που βουλιάζει. Είναι «φωτοβολίδες που εκπέμπουν SOS, στοιχείο που σημαίνει ότι κάπου υπάρχει ζωή».