Η διόρθωση τυχόν προβλημάτων όρασης στα παιδιά με δυσλεξία είναι απίθανο να τα βοηθήσει να ξεπεράσουν τη μαθησιακή δυσκολία τους, αναφέρουν επιστήμονες από τη Βρετανία.
Στην πρώτη μελέτη του είδους, η οποία πραγματοποιήθηκε σε χιλιάδες παιδιά με ή χωρίς δυσλεξία, δεν βρήκαν καμία ένδειξη ότι τα οφθαλμολογικά ελλείμματα σχετίζονται με την συγκεκριμένη μαθησιακή δυσκολία.
Τα ευρήματά τους θέτουν υπό αμφισβήτηση την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι η δυσλεξία άγεται από προβλήματα στα μάτια και μπορεί να βελτιωθεί με έγχρωμους φακούς, ειδικές ασκήσεις των ματιών και άλλα ανάλογα βοηθήματα.
Η μελέτη, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Pediatrics», εξέτασε κατά πόσον η φημολογούμενη συσχέτιση δυσλεξίας-προβλημάτων οράσεως είναι αληθινή ή όχι.
«Πολλοί, ακόμα και γιατροί, πιστεύουν ότι η δυσλεξία σχετίζεται με διαταραχές της οράσεως και πως αν αυτές διορθωθούν, θα βελτιωθεί η μαθησιακή κατάσταση των παιδιών», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Κάθυ Ουϊλιαμς, λέκτορας στη Σχολή Κοινωνικής & Κοινοτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ.
«Τα ευρήματά μας, όμως, αποδεικνύουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των παιδιών με δυσλεξία έχουν απολύτως φυσιολογική όραση.
»Επομένως οι οικογένειες θα πρέπει να αναρωτηθούν ποιο ακριβώς πρόβλημα οράσεως υποτίθεται ότι διορθώνεται με την αγωγή που κάνει το παιδί τους, πως μετριέται αυτό το πρόβλημα και τι επιστημονικά στοιχεία υπάρχουν ότι η αντιμετώπισή του θα βοηθήσει στη δυσλεξία του».
Η δρ Ουϊλιαμς και οι συνεργάτες της πραγματοποίησαν τη μελέτη τους σε 5.822 παιδιά, ηλικίας 7 έως 9 ετών, τα 172 εκ των οποίων (το 3% του συνόλου) πληρούσαν τα κριτήρια της σοβαρής διαταραχής ανάγνωσης (δυσλεξίας) και τα 465 (το 8%) εκείνα της μέτριας δυσλεξίας.
Οι ερευνητές υπέβαλλαν τα παιδιά σε μία σειρά από οφθαλμολογικές εξετάσεις – από τις κλασικές οφθαλμολογικές έως τρισδιάστατες, εξετάσεις για την αναγνώριση της σκιαγραφικής αντίθεσης (κοντράστ) και εξετάσεις για την ικανότητα ανάμιξης εικόνων (fusion).
Το συμπέρασμά τους ήταν τα παιδιά με δυσλεξία και εκείνα δίχως αυτήν δεν είχαν καμία διαφορά όσον αφορά τον στραβισμό, τις διαθλαστικές ανωμαλίες (λ.χ. μυωπία), την αμβλυωπία, την σύγκλιση του φωτός, την αναγνώριση του κοντράστ, την σύγκριση, την κινητική ανάμιξη εικόνων και την αισθητήρια ανάμιξη εικόνων σε απόσταση.
Περισσότερα από τα τέσσερα στα πέντε παιδιά με δυσλεξία είχαν εντελώς φυσιολογική οφθαλμολογική λειτουργία σε όλες ανεξαιρέτως τις εξετάσεις που έκαναν.
Μολονότι, εξάλλου, ένα στα έξι παιδιά με δυσλεξία είχαν μια μικρή διαταραχή στην αισθητήρια ανάμιξη κοντινών εικόνων ή στην στεροσκοπική όραση, το ίδιο συνέβαινε με ένα στα 10 παιδιά δίχως δυσλεξία.
Η μικρή αυτή διαφορά μεταξύ των παιδιών με και χωρίς δυσλεξία «μπορεί να είναι απόρροια της μαθησιακής διαταραχής ή να μην έχει καμία σχέση με αυτήν», σημειώνουν οι ερευνητές στο άρθρο τους.
Η μελέτη, τέλος, δεν βρήκε καμία ένδειξη ότι «οι βασισμένες στην όραση θεραπείες μπορεί να είναι χρήσιμες για τα παιδιά με σοβαρή δυσλεξία», καταλήγουν.