Η σκλήρυνση κατά πλάκας προσβάλλει σχεδόν έναν στους 1.000 Ελληνες, αλλά για πολλαπλάσιο αριθμό νέων ανθρώπων είναι η πρώτη που περνάει από το μυαλό τους μόλις εκδηλώσουν κάποιο ύποπτο νευρολογικό σύμπτωμα όπως μια διαταραχή στην όραση ή ένα μούδιασμα στο χέρι.

Γιατί προκαλεί τόσο φόβο; Ουδείς γνωρίζει με βεβαιότητα, αλλά πιθανώς παίζει ρόλο το ότι εκδηλώνεται συνήθως σε ανθρώπους ηλικίας 20 έως 40 ετών και είναι συνυφασμένη με την αναπηρία, παρότι ουδέποτε προκαλούσε σοβαρά κινητικά προβλήματα σε όλους τους ασθενείς, ενώ σήμερα, με την πρόοδο της Ιατρικής, η εξέλιξη αυτή καθίσταται ολοένα πιο απίθανη.

Ρόλο μπορεί επίσης να παίζει το γεγονός ότι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων (85%) εκδηλώνεται με εξάρσεις και υφέσεις, γεγονός που σημαίνει ότι οι ασθενείς δεν «ξεμπερδεύουν» ποτέ με αυτήν.

«Στα 20 ή στα 30 του χρόνια δεν αναμένει κανείς να εμφανίσει συμπτώματα από το κεντρικό νευρικό σύστημα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως κάθε νευρολογικό σύμπτωμα είναι ύποπτο για πολλαπλή σκλήρυνση» λέει ο κ. Νίκος Γρηγοριάδης, αναπληρωτής καθηγητής Νευρολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και υπεύθυνος του Κέντρου Πολλαπλής Σκλήρυνσης (σ.σ. είναι η σύγχρονη ονομασία της νόσου) της Β’ Νευρολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ, στη Θεσσαλονίκη.

Η ιδιαιτερότητα των συμπτωμάτων της σκλήρυνσης, εξηγεί, είναι ότι τείνουν να εμφανίζονται και να εξελίσσονται εντός ωρών ή πολύ λίγων ημερών και να εξαφανίζονται από μόνα τους επίσης εντός μικρού χρονικού διαστήματος.

Στην πραγματικότητα, όταν εμφανιστούν απότομα ένα ή περισσότερα νευρολογικά συμπτώματα και διατηρηθούν σταθερά ή με τάση επιδείνωσης επί τουλάχιστον 24 ώρες, ο πάσχων καλό είναι να απευθυνθεί σε γιατρό. Το ίδιο και όταν επανεμφανίζεται επί μέρες κάποιο ήπιο νευρολογικό σύμπτωμα, με διακυμάνσεις στην έντασή του κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Τέτοιου είδους συμπτώματα είναι η θόλωση της όρασης από το ένα μάτι, το μούδιασμα (αιμωδία) σε κάποιο άκρο, στον κορμό ή στο πρόσωπο, η περίεργη αίσθηση σε διάφορα σημεία του σώματος (λ.χ. αίσθηση σφιξίματος στον κορμό ή στα άκρα, «βελονιάσματα», «καψίματα» κ.λπ.), η ζάλη, η αστάθεια στην όρθια θέση ή κατά τη βάδιση, το αίσθημα βάρους στα πόδια, οι διαταραχές από την ουροδόχο κύστη και η κόπωση.

Οταν τα συμπτώματα αυτά υποχωρήσουν και επανεμφανιστούν κάποια στιγμή αργότερα (ακόμα και μήνες ή και χρόνια αργότερα), τίθεται σοβαρά η πιθανότητα να οφείλονται στη σκλήρυνση κατά πλάκας.

Ωστόσο, «το σημαντικό είναι ήδη από την πρώτη εμφάνιση κάποιου συμπτώματος να κινητοποιηθεί ο ασθενής και να απευθυνθεί στον γιατρό» τονίζει ο κ. Γρηγοριάδης. Αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε ασθενής έχει τη δική του αποκλειστική συμπτωματολογία και δεν είναι απαραίτητο να εμφανίσει όλα τα είδη των συμπτωμάτων.

«Υπάρχει μεγάλη ετερογένεια μεταξύ των ασθενών και πολλές φορές τείνουμε να λέμε ότι η εκδήλωση της νόσου είναι σαν τα δακτυλικά αποτυπώματα, δηλαδή μοναδική για κάθε ασθενή ξεχωριστά» λέει ο κ. Γρηγοριάδης.

«Η ποικιλομορφία των συμπτωμάτων οφείλεται στην περιοχή του κεντρικού νευρικού συστήματος που έχει επηρεασθεί, ενώ η εξέλιξη, η διάρκεια και η βαρύτητά τους εξαρτώνται από το πόσο σοβαρή είναι η υποκείμενη βλάβη και πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά μπορεί ο ίδιος ο οργανισμός με τους επιδιορθωτικούς μηχανισμούς που διαθέτει να την αποκαταστήσει».

Καλό είναι, επομένως,να «ακούμε» το σώμα μας και όταν εντοπίζουμε κάτι νέο, επίμονο, το οποίο δεν προϋπήρχε, να συμβουλευόμαστε έναν γιατρό, ανεξάρτητα από το πόσο επηρεάζει την καθημερινότητα ή την ποιότητα της ζωής μας, συνιστά.

«Γνωστός-άγνωστος»

Παρότι πολλή έρευνα έχει γίνει γύρω από τη σκλήρυνση κατά πλάκας, σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να αποτελεί μυστήριο για τους ειδικούς, οι οποίοι χρόνια τώρα πασχίζουν να βρουν τον λόγο για τον οποίο το ανοσοποιητικό σύστημα ενός ανθρώπου στρέφεται εναντίον του νευρικού συστήματος και αρχίζει να καταστρέφει το προστατευτικό περίβλημα ορισμένων νεύρων.

«Δεν υπάρχουν σαφώς αναγνωρισμένοι παράγοντες κινδύνου για αυτήν» λέει ο κ.Γρηγοριάδης. «Υπάρχουν όμως σαφείς ενδείξεις ότι απαιτείται η συνύπαρξη γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων για να αναπτυχθεί».

«Γενετικοί παράγοντες» όμως δεν σημαίνει κληρονομικότητα. «Αυτό που κληρονομείται είναι η προδιάθεση για την εκδήλωση κάποιου αυτοάνοσου νοσήματος και όχι απαραιτήτως της πολλαπλής σκλήρυνσης» διευκρινίζει ο κ. Γρηγοριάδης.

«Αν ήταν αποκλειστικά κληρονομική νόσος, οι μελέτες με πανομοιότυπους (μονοωογενείς) διδύμους θα είχαν δείξει πως όταν την εμφάνιζε ο ένας, θα την εμφάνιζε οπωσδήποτε και ο άλλος. Η πιθανότητα ωστόσο να συμβεί κάτι τέτοιο είναι μόνο 25%, και όχι 100%. Επομένως, μπορεί να υπάρχει σε επίπεδο κληρονομικότητας η δυναμική για να εμφανιστεί η νόσος, αλλά δεν αρκεί από μόνη της για να την πυροδοτήσει».

Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι «οι ασθενείς δεν πρέπει να ανησυχούν ότι θα την κληροδοτήσουν σε κάποιο από τα παιδιά τους, ακριβώς όπως δεν την κληρονόμησαν από τους δικούς τους γονείς» προσθέτει.

Αλλοι παράγοντες κινδύνου για αυτήν είναι η έλλειψη βιταμίνης D και η ακολούθηση ορισμένων κακών συνηθειών. Ο κ. Γρηγοριάδης χαρακτηρίζει «σημαντικά» τα επιστημονικά στοιχεία για τον ρόλο της έλλειψης βιταμίνης D, η οποία «μπορεί να συμβάλλει σε εκδηλώσεις αυτοανοσίας όπως είναι η πολλαπλή σκλήρυνση».

Η υπερβολική κατανάλωση τροφών πλούσιων σε αλάτι και το κάπνισμα επίσης θεωρούνται επιβαρυντικοί παράγοντες – και αυτός είναι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο πρέπει να αποφεύγουμε και τα δύο. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχουν προς το παρόν ειδικές συμβουλές προστασίας από τη νόσο. «Το μόνο που μπορούμε να συστήσουμε είναι ό,τι για την γενική υγεία: ακολουθήστε υγιεινό τρόπο ζωής» τονίζει ο κ. Γρηγοριάδης.

Άλματα προόδου

Παρά την ελλιπή γνώση για τις αιτίες της σκλήρυνσης κατά πλάκας, η επιστήμη έχει κάνει άλματα προόδου στην αντιμετώπισή της και οι ασθενείς που σήμερα μαθαίνουν ότι πάσχουν από αυτήν, μπορούν να ελπίζουν ότι θα έχουν καλή πρόγνωση.

«Για την υποτροπιάζουσα μορφή της, που χαρακτηρίζεται από εξάρσεις και υφέσεις και αντιπροσωπεύει το 85% των κρουσμάτων, έχουμε πλέον στα χέρια μας έντεκα θεραπείες, που μας δίνουν τη δυνατότητα να ελέγχουμε αποτελεσματικά τη δραστηριότητά της σε υψηλά ποσοστά ασθενών και να επιβραδύνουμε σημαντικά την εξέλιξή της, παρότι δεν μπορούμε να την αποτρέψουμε πλήρως» εξηγεί ο κ. Γρηγοριάδης.

«Αυτό σημαίνει πως έχει βελτιωθεί σημαντικά η πρόγνωση για τους ασθενείς μας και ολοένα λιγότεροι θα καθηλωθούν έπειτα από χρόνια στην αναπηρική καρέκλα».

Ταυτοχρόνως, «δοκιμάζονται θεραπείες και για τις προοδευτικώς εξελισσόμενες μορφές της νόσου, ενώ η παράλληλη πρόοδος στην έρευνα για αυτήν καθεαυτή την ασθένεια δίνει πολύτιμα στοιχεία στο να βελτιώσουμε τη στρατηγική μας για την αντιμετώπισή της» προσθέτει.