Χάπενινγκ 1ο: Βγαίνει, που λες, ο Γιάννννης (με όσα «νι» θέλω θα σε γράφω, sue me, hon!) Βαρουφάκης στους «New York Times» και δηλώνει ότι ηχογραφούσε τους συναδέλφους του στη Ρίγα.
Στο μπάχαλο που ακολουθεί, τα «ψόφια ψάρια» –δηλαδή τα παπαγαλάκια και τα κομματόσκυλα –πάνε με το ρεύμα: λένε, δηλαδή, πως πολύ καλά έκανε ο υπουργός και γιατί όλοι αυτοί, ρε παιδί μου, είπαν – ξείπαν.
Χώρια που η Μέρκελ η μπαμπέσα δεν έχει μπέσα, δεν έχει μπέσα.
Στο καπάκι ο Γιάννννης ξε-δηλώνει ό,τι δήλωσε και τα χαρακτηρίζει «παραμύθια» ή κάτι ανάλογο. Τα ίδια ψόφια ψάρια συμφωνούν κι επαυξάνουν: Εννοείται πως δεν ηχογραφούσε τους συναδέλφους, δεν κάνει τέτοιες κατινιές ο δικός μας, είναι τσέτελμαν που ‘λεγε κι ο μακαρίτης ο Κώστας Χατζηχρήστος.
Στου καπακιού το καπάκι, ο Γιάννννης διαψεύδει τον Γιάννννη που είχε διαψεύσει τον Γιάννννη: Ναι, ηχογραφούσε, αλλά μόνον τον εαυτό του. (Πώς γινόταν αυτό πρακτικά, δεν έχω καταλάβει: πάταγε στο αϊφόνι ΟΝ όταν μίλαγε ο ίδιος και OFF σ’ όλους τους άλλους; Αλλη δουλειά δεν έκανε –γι’ αυτό τον στείλαμε στη Ρίγα;)
Πάμε άλλη μια, ψόφια μου ψαράκια; Το παλκάρ’ κατέγραφε για να τα μεταφέρει στο Υπουργικό Συμβούλιο. Μην ξεχάσει καμιά λέξη, κάνα σημείο στίξης και πάρει κοτζάμ διαπραγμάτευση στον λαιμό του.
Σούμα: ο Βαρουφάκης καλά έκανε και κατέγραφε, ασχέτως που πολύ καλά έκανε και δεν κατέγραφε, ενώ έκανε άριστα που κατέγραφε.
Δικό σας!
Χάπενινγκ 2ο: Βγαίνει, που ξαναλές, ο Γιάννννης και δηλώνει πως όποιος κάνει ανάληψη ενδέχεται να δίνει ένα φιλοδώρημα, ένα πουρντουβάρ (α ρε Χατζηχρήστο γίγαντα!) στο ΑΤΜ που έκανε τόσο κόπο για να μας ξεράσει το 20ευρω.
Παπαγαλάκια, κομματόσκυλα και λοιποί συγγενείς σπεύδουν: «Πώς κάνετε έτσι, σωστό το μέτρο, έτσι θα αποφύγουμε την αύξηση στο ΦΠΑ που, επί της ουσίας, σημαίνει μείωση μισθών και συντάξεων».
Ελα όμως που φρυάξανε, σου λέει, οι ξένοι. Οπότε πάει ο Γιάννννης στου Μαξίμου, του τραβάει το αφτάκι το Μαξίμου, βγαίνει ο Γιάννννης απ’ του Μαξίμου και ξανα-αδειάζει τον εαυτό του:
«Οοοοοχι, κανείς δεν θα δίνει το κατιτίς στην Φιλόπτωχο υπέρ Απόρων ΑΤΜ, ούτε που μου πέρασε απ’ το μυαλό, ασχέτως που το ψέλλισα μισή ώρα πριν».
Κι άντε πάλι τα ψαράκια στου γιαλού – στου γιαλού τα βοτσαλάκια: «Ρε σεις, είναι τέτοιος άνθρωπος ο Γιάννννης μας να βάλει εμμέσως πλην σαφώς χέρι στις καταθέσεις μας; Και που το είπε πριν λίγο και τι έγινε; Αθρωποι είμαστε και σφάλματα κάνουμε όλοι σε τούτη τη ζωή. Ετσι δεν είναι, Γιάννννη μου; Να εδώ, λίγο νεράκι, λίγο χορταράκι, λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα…».
Ο δε Γιάννννης φεύγει από το σημείο Α, βάζει σακίδιο, βάζει κράνος, ανεβαίνει στη μηχανή, πάει στο σημείο Β, βγάζει σακίδιο, βγάζει κράνος, κατεβαίνει απ’ τη μηχανή, βάζει –βάζει –ανεβαίνει –βγάζει –βγάζει –κατεβαίνω –δεν μπορώ, τα νεύρα μου!
Τα ψόφια ψάρια πάνε με το ρεύμα. Η άποψή τους είναι η άποψη των άλλων. Η γνώμη τους είναι η γνώμη των άλλων. Το σκεπτικό τους είναι το σκεπτικό των άλλων. Ζωή τους είναι η ζωή των άλλων (καμία σχέση με την υπέροχη ταινία).
Τα ψόφια ψάρια συμφωνούν με τον προλαλήσαντα. Ταυτίζονται με τον ισχυρότερο. Υποστηρίζουν κι ανατρέπουν το ίδιο επιχείρημα σε χρόνο ντετέ. Συμφωνούν με τις (όποιες) κυβερνήσεις, διαφωνούν με τις (όποιες) αντιπολιτεύσεις. Στη δουλειά τους έχει πάντα δίκιο ο διευθυντής, στην πολυκατοικία ο διαχειριστής και στην οικογένεια ο πλούσιος θείος. Ακολουθούν –κι όπου ξεβράσει τα κουφάρια τους.
Τα ψόφια ψάρια πάνε πάντα με το ρεύμα.
Ισως γιατί δεν το ξέρουν πως είναι ψόφια.