Παρέμβαση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) επιχειρούν 12 δικηγόροι, ζητώντας να μην ακυρωθεί η πράξη του υπουργικού συμβουλίου και το προεδρικό διάταγμα για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, μετά την προσφυγή δυο πολιτών που ζητούν να κηρυχθούν παράνομες και αντισυνταγματικές οι σχετικές νομοθετικές πράξεις.
Υπενθυμίζεται ότι η αίτηση ακύρωσης θα συζητηθεί την Παρασκευή το μεσημέρι.
Οι δικηγόροι υπογραμμίζουν πρωτίστως ότι υπάρχει διαδικαστικό πρόβλημα: η προκήρυξη δημοψηφίσματος δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, που μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης στο ΣτΕ, λένε, σημειώνοντας ότι ανάγεται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και συνιστά κυβερνητική απόφαση.
Οι παρεμβαίνοντες παραθέτουν αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους η προσφυγή πρέπει να ακυρωθεί, τονίζοντας μεταξύ άλλων (ως προς το «πολυσύνθετο» του ερωτήματος) ότι το 2005 τέθηκε ενώπιον του γαλλικού και ολλανδικού λαού ερώτημα για την έγκριση ή μη του Ευρωσυντάγματος, ενός ζητήματος απείρως πιο πολυσύνθετου και περιγραφόμενου με τεχνικούς και επιστημονικούς όρους, για τους οποίους θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν αδύνατο να γίνουν κατανοητοί από τη συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων.
Οι ίδιοι προτείνουν την απόρριψη και του επιχειρήματος που θέλει το ερώτημα του δημοψηφίσματος να μην σχετίζεται με ζητήματα δημοσιονομικού ενδιαφέροντος, και σημειώνουν ότι τα δυο έγγραφα που τίθενται σε δημοψήφισμα άπτονται ζητημάτων που αφορούν την ίδια την κυριαρχία του ελληνικού κράτους, αφού με την αποδοχή τους η ελληνική κυβέρνηση αναλαμβάνει την υποχρέωση να νομοθετήσει για όλο το εύρος των πολιτικών ζητημάτων που εκτείνονται πολύ πέραν των δημοσιονομικών.
Οι «12» αποδομούν τα περί σύντομης έκβασης της διαδικασίας του δημοψηφίσματος, τονίζοντας ότι κατά τον νόμο προβλέπεται η διεξαγωγή του εντός τριάντα ημερών από τη δημοσίευση του οικείου προεδρικού διατάγματος.
Επικαλούνται, δε, τον εκτενή δημόσιο διάλογο που έχει προηγηθεί τους τελευταίους πέντε μήνες, ως επιχείρημα για το ότι τα διακυβεύματα της συμφωνίας έχουν ήδη εξετασθεί βασανιστικά.