Αρκετές φορές ύστερα από μια κουραστική προπόνηση νιώθουμε έντονο αίσθημα ευφορίας. Κάποιες άλλες απλώς αισθανόμαστε ράκος. Η ευφορία όμως είναι τόσο συχνή και τόσο έντονη που αποτέλεσε πεδίο επιστημονικών μελετών, ακόμη και για τη θεραπεία της κατάθλιψης.
Βέβαια, για πολλά χρόνια οι επιστήμονες δεν μπορούσαν να αποδείξουν εάν το θετικό και έντονο συναίσθημα των δρομέων υπήρχε πραγματικά ή δημιουργούνταν απλώς επειδή οι αθλητές γνώριζαν ότι ύστερα από κάθε επίπονη προσπάθεια είχαν διάφορα οφέλη: δυνατότερη καρδιά, λιγότερα κιλά, μικρότερη κοιλιά, πιο σφιχτό σώμα.
Το πρώτο που ανακάλυψαν είναι ότι το συναίσθημα αυτό περιγραφόταν τόσο έντονο όπως αυτό που δημιουργούν ορισμένα ναρκωτικά. Ετσι, για να καταλήξουν σε ένα άρτιο συμπέρασμα, άφησαν στην άκρη τις μαρτυρίες των δρομέων και «μπήκαν» στον εγκέφαλό τους, ώστε να ελέγξουν εάν πραγματικά υπάρχουν βιοχημικές αλλαγές, όπως είναι η απότομη αύξηση της ορμόνης της ευτυχίας, της σεροτονίνης ή των ενδορφινών που προκαλούν άμεση αλλά μικρής διάρκειας ευφορία. Εάν ίσχυε αυτό θα μπορούσε να ερμηνεύσουν τις αλλαγές στη διάθεση που περιγράφονται από τους αθλητές.
Δεν υπήρχε όμως μέθοδος μέτρησης των ενδορφινών. Για πρώτη φορά στην Ιστορία, το 2008, ερευνητική ομάδα ειδικών από τη Γερμανία δημοσίευσε μια έρευνα στο περιοδικό«Cerebral Cortex», στην οποία αναφερόταν ότι είχε βρεθεί μια αξιόπιστη μέθοδος μέτρησης των ενδορφινών πριν και μετά την άσκηση. Το πείραμα πραγματοποιήθηκε σε 12 αθλητές στους οποίους μετρήθηκαν οι ενδορφίνες πριν από την άσκηση. Στη συνέχεια οι δρομείς έτρεξαν για δύο ώρες και μετρήθηκαν ξανά. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι «τα επίπεδα ενδορφινών ήταν σημαντικά υψηλότερα μετά το τρέξιμο». Με τον τρόπο αυτόν επαληθεύτηκε για πρώτη φορά ότι όντως υπάρχει σημαντική βιοχημική μεταβολή στους ανθρώπους που ασκούνται και ειδικότερα σε όσους τρέχουν.
Η ευφορία μετριέται. Τόσο για τους αθλητές όσο και για όσους αγαπούν υπερβολικά τον καναπέ τους τα αποτελέσματα άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο στην επιστήμη της άσκησης, αποδεικνύοντας ότι είναι δυνατόν να προσδιοριστεί και να μετρηθεί η ευφορία των δρομέων και να βρεθούν τα αίτιά της. Κατά συνέπεια γεμίζει ελπίδες όσους, αν και δεν αγαπούν πολύ τη γυμναστική, αθλούνται.
Ο συντονιστής της έρευνας δρ Χένιγκ Μπέκερ από το Πανεπιστήμιο της Βόννης υποστηρίζει ότι εμπνεύστηκε την ιδέα να δοκιμάσει τη θεωρία των ενδορφινών, όταν διαπίστωσε ότι μπορούσε να εφαρμόσει τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποιούσε και για τη μελέτη του πόνου. Εφάρμοσε τη μέθοδο της τομογραφίας με εκπομπή ποζιτρονίων (PET Scan) μαζί με νέα χημικά που αποκαλύπτουν τις ενδορφίνες στον εγκέφαλο. Αν οι τομογραφίες έδειχναν ότι οι ενδορφίνες παράγονταν και παρέμεναν σε περιοχές του εγκεφάλου που διαχειρίζονταν τη διάθεση είχε αποδειχθεί και η υπόθεση του «ευτυχισμένου δρομέα».
Ο δρ Μπέκερ και οι συνεργάτες του ζήτησαν από 10 δρομείς μεγάλων αποστάσεων να συμμετάσχουν σε ένα πείραμα για τη μελέτη των υποδοχέων οπιοειδών στον εγκέφαλο. Ομως οι δρομείς δεν γνώριζαν τι ακριβώς αναζητούσαν οι ερευνητές, δηλαδή ότι ήθελαν να καταγράψουν την έκκριση ενδορφινών και την ευφορία του δρομέα.
Οπως έδειξαν τα πειράματα, οι ενδορφίνες που παράχθηκαν κατά τη διάρκεια του τρεξίματος παρέμειναν σε περιοχές του εγκεφάλου που συνδέονται με τα συναισθήματα, κυρίως στην υπερμεσολόβιο έλικα του εγκεφάλου και στην προμετωπιαία περιοχή. Και οι δύο, εξηγεί ο δρ Μπέκερ, ενεργοποιούνται όταν οι άνθρωποι είναι ερωτευμένοι ή ακούν την αγαπημένη τους μουσική.
Σε μελέτη που ακολούθησε, οι επιστήμονες θέλησαν να διαπιστώσουν κατά πόσο η γυμναστική επηρεάζει και την αντίληψη του πόνου. «Διαπιστώσαμε ότι οι δρομείς έχουν αυξημένη αντοχή στον πόνο» λένε, γεγονός που εξηγεί γιατί κάποιες φορές παρότι οι δρομείς υφίστανται κατάγματα ή ακόμη και καρδιακή προσβολή εξακολουθούν να τρέχουν.