Αμερικανοί επιστήμονες ανακάλυψαν γιατί μερικοί άνθρωποι είναι πιο επιρρεπείς στις επώδυνες ουρολοιμώξεις όπως η κυστίτιδα.Το μυστικό φαίνεται ότι είναι η οξύτητα των ούρων, πουεπηρεάζει πόσο καλά θα αναπτύσσονται τα βακτήρια στην ουροποιητική οδό, ούτως ώστε να μπορούν να προκαλούν μολύνσεις.
Η διατροφή επίσης φαίνεται ότι παίζει ρόλο, καθώς αναλόγως με τα επίπεδα ορισμένων υποπροϊόντων των τροφίμων διευκολύνεται ή δυσχεραίνεται ο πολλαπλασιασμός των βακτηρίων που προκαλούν τις ουρολοιμώξεις.
Η όλη έρευνα πραγματοποιήθηκε από επιστήμονες της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον, στο Σαιντ Λούις, οι οποίοι καλλιέργησαν κολοβακτηρίδια (E. coli) στα δείγματα ούρων υγιών εθελοντών.
Τα κολοβακτηρίδια είναι μία από τις πιο συνηθισμένες αιτίες ουρολοιμώξεων. Φυσιολογικά υπάρχουν στο έντερο, αλλά μπορεί να εισέλθουν στο ουροποιητικό (π.χ. με την κακή ατομική υγιεινή ή με τα άπλυτα χέρια) και να προκαλέσουν ουρολοίμωξη.
Όπως εξηγούν οι ερευνητές στην «Επιθεώρηση Βιολογικής Χημείας» (JBC), η ανάπτυξη των κολοβακτηριδίων στα ούρα των εθελοντών τους παρουσίαζε σημαντικές διαφοροποιήσεις, που τους επέτρεψε να απομονώσουν εκείνα που εμπόδιζαν τον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων από εκείνα που τον επέτρεπαν.
Η προσεκτικότερη ανάλυση των ούρων έδειξε πως όσα εμπόδιζαν τον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων παρουσίαζαν εντονότερη δραστηριότητα μίας πρωτεΐνης που λέγεται σιδηροκαλίνη και στερεί από τα βακτήρια τον σίδηρο, ο οποίος είναι απαραίτητος για τον πολλαπλασιασμό τους.
Αντιθέτως, στα ούρα όπου τα βακτήρια αναπτύσσονταν ανεμπόδιστα, η δραστηριότητα της σιδηροκαλίνης ήταν περιορισμένη.
Το pH
Οι ερευνητές προσπάθησαν στη συνέχεια να εξακριβώσουν ποιοι παράγοντες επηρέαζαν την δραστηριότητα της πρωτεΐνης αυτής.
Το φύλο και η ηλικία δεν φάνηκε να σχετίζονται, ούτε διάφοροι άλλοι παράγοντες που εξέτασαν.
Ο μοναδικός που πραγματικά διέφερε ανάμεσα στις δύο ομάδες ήταν το pH: όσο πιο όξινα ήταν τα ούρα, τόσο περισσότερο εμποδιζόταν η δραστηριότητα της σιδηροκαλίνης και τόσο λιγότερα βακτήρια αναπτύσσονταν.
Στη συνέχεια της έρευνάς τους οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μπορούσαν να ενθαρρύνουν ή να αποθαρρύνουν την βακτηριακή ανάπτυξη στα ούρα, αλλάζοντας απλώς το pH τους.
«Η προσαρμογή του pH των ούρων δεν είναι δύσκολη, είναι πολλοί οι παράγοντες που το επηρεάζουν», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Τζέφρι Χέντερσον, επίκουρος καθηγητής Ουρολογίας στο πανεπιστήμιο. «Ορισμένα φάρμακα, π.χ. για την δυσπεψία, κάνουν τα ούρα πιο αλκαλικά, ενώ άλλα όπως ορισμένα διουρητικά τα κάνουν πιο όξινα».
Η διατροφή
Την οξύτητα των ούρων μπορεί να επηρεάσει και η διατροφή, συνέχισε.
«Τα ούρα αποτελούν τον προορισμό των περισσοτέρων άχρηστων υποπροϊόντων του μεταβολισμού, τα οποία φτάνουν σε αυτά με τη μορφή μικρών μορίων», είπε.
«Τα ούρα είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο μέσον, το οποίο επηρεάζεται πολύ από τη διατροφή. Η μελέτη μας έδειξε ότι η ύπαρξη ορισμένων μορίων που λέγονται αρωματικές ενώσεις (σ.σ. παίρνουν την ονομασία αυτή από την βαριά οσμή που αναδύουν και η οποία ουδεμία σχέση έχει με τα αρώματα) επηρεάζει την οξύτητα των ούρων».
Η μελέτη έδειξε πωςτα δείγματα των ούρων με τα λιγότερα βακτήρια περιείχαν περισσότερες αρωματικές ενώσεις σε σύγκριση με τα δείγματα που έβριθαν βακτηρίων.
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, οι ενώσεις αυτές δεσμεύουν τον σίδηρο και έτσι εμποδίζουν την ανάπτυξη των βακτηρίων.
Πλούσια πηγή αρωματικών ενώσεων είναι τα κράνμπερι, ο χυμός των οποίων πιστεύεται ότι μπορεί να αποτρέπει τις επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις.