«Kαλέ, ίδιος ο Ομάρ Σαρίφ είναι!»: Η κυρία, που καθόταν με τη συντροφιά της στην ταβέρνα στον Προφήτη Ηλία, έδειξε με το δάχτυλο τον όμορφο άντρα που απολάμβανε, παρέα με δυο ωραίες γυναίκες, μαριδάκι, κρασί ρετσίνα και ελληνική σαλάτα. «Δεν κατάλαβες καλά: Αυτός είναι ο Ομάρ Σαρίφ! Και οι κοπέλες είναι δυο Αμερικάνες που παίζουνε μαζί του σε μια γαλλική ταινία. Εδώ γυρίζουνε κάτι σκηνές. Παίζει κι εκείνος ο ασκημάντρας, ο Γάλλος» τους είπε ο κυρ Φώτης, σερβιτόρος στην ταβέρνα του Καμαράτου, που ήξερε ό,τι γινόταν στον Πειραιά και γι’ αυτό τον φώναζαν χαϊδευτικά «Πρακτορείο Ρόιτερ». Βέβαια, δεν ήταν και οι δυο Αμερικάνες· μόνο η μία, η Νταϊάν Κάνον, η άλλη ήταν Γαλλίδα, η Νικόλ Καλφάν.
Εκείνες τις ημέρες του 1971, οι ταβέρνες του Πειραιά φιλοξένησαν κι άλλα μεγάλα ονόματα. Τον Ζαν Πολ Μπελμοντό με τη σύζυγό του Ούρσουλα, τον Ρομπέρ Οσέν (με μια ελληνίδα φίλη του) και τον απίθανο εκείνο τύπο, τον Ρενάτο Σαλβατόρι. Ο σκηνοθέτης της ταινίας «Le Casse» (ελληνικός τίτλος: «Οι διαρρήκτες»), ο Ανρί Βερνέιγ (τουρκικής καταγωγής –το αληθινό του όνομα ήταν Ακόντ Μαλακιάν), ανέθεσε σε ελληνικό γραφείο κομπάρσων να του βρει κόσμο και επειδή ήθελε πολλούς, στον Πειραιά επιστρατεύθηκαν μέχρι και νυχτερινά γυμνάσια. Λογικό: Σε μια σκηνή οι θεατές μιας εκδήλωσης στο (τότε) Σκυλίτσειο Θέατρο του Προφήτη Ηλία παρατούσαν τις κερκίδες και τους ελληνικούς χορούς και ανέβαιναν στα παραπέτα του θεάτρου για να χειροκροτήσουν το εκπληκτικό (ένα από τα καλύτερα της εποχής) αυτοκινητο-κυνηγητό μεταξύ του έλληνα αστυνόμου Ζαχαρία (Σαρίφ) και του διαρρήκτη Μπελμοντό.
Διόλου τυχαίο που στο άκουσμα του θανάτου του Ομάρ Σαρίφ οι χρήστες του Διαδικτύου αναφέρθηκαν στους «Διαρρήκτες» ως το πειραιώτικο «Bullit», τη «δική» μας εκδοχή δηλαδή εκείνης της ταινίας του 1968, όπου ο Στιβ ΜακΚουίν παρέδιδε μαθήματα επικίνδυνης οδήγησης. Ο Σαρίφ (υποτίθεται ότι) οδηγούσε ένα Opel Record και ο Μπελμοντό ένα Fiat 124 Special. Η δε «καταδίωξη» ξεκινούσε από τα εκδοτήρια εισιτηρίων του Αργοσαρωνικού, στο λιμάνι του Πειραιά, πέρασε από την Ακτή Μιαούλη, την παραλιακή λεωφόρο, τα αυτοκίνητα κατέβηκαν τα σκαλοπάτια (!) και τις υπόγειες διαβάσεις του (καινούργιου τότε) Σταδίου Καραϊσκάκη, έτρεξαν στην επιχωματωνόμενη, τότε, παραλία, όπου αργότερα δημιουργήθηκε το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, πέρασαν από μια Περιφορά Επιταφίου στην Αγία Μαρίνα του Θησείου και κατέληξαν «στου Προφήτη Ηλία τα σοκάκια».
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Το ίδιο βράδυ, ο Σαρίφ, που ήταν τύπος «μαζεμένος», εξέπληξε τους έλληνες συνοδούς του όταν σε ένα «λαϊκό» νυχτερινό κέντρο που τον πήγαν ζήτησε «να σπάσει πιάτα» («Στην Αλεξάνδρεια μεγάλωσα, με Ελληνες έκανα παρέα, ξέρω αρκετά ελληνικά τραγούδια και εκεί έμαθα να σπάω πιάτα!» είπε στους έκπληκτους συνοδούς του). Τον ενημερώνουν πως η χούντα έχει απαγορεύσει τα σπασίματα. «Εμένα θα μου το επιτρέψουν» τους λέει και μεμιάς πετάει όλα τα πιάτα του τραπεζιού στην πίστα! Χρόνια αργότερα, θα μιλήσει γλυκά για τον Κακογιάννη, τον Χορν και τη Λαμπέτη («γύριζαν στην Αλεξάνδρεια το 1952 και κάναμε παρέα»), ενώ στη Βενετία το 2006, όπου και έδωσε τις τελευταίες του συνεντεύξεις στον διεθνή Τύπο με αφορμή το όμορφο φιλμ «Ο κύριος Ιμπραήμ και τα λουλούδια του Κορανίου», θα θυμηθεί τις λίγες ελληνικές λέξεις που ξεχώρισε («μωρό μου, αγάπη μου») και θα σιγοτραγουδήσει το «Ενα βράδυ που ‘βρεχε» του Νίκου Γούναρη.
Μας πληροφόρησε πως έβαζε σε κάθε συμβόλαιό του όρο τη συμμετοχή του Τέλη Σαβάλα («παίζαμε πάντα μαζί στο καζίνο, αλλά όταν έγινε φίρμα με τον “Κότζακ” παράτησε την οικογένειά του και δεν μου ξαναμίλησε»), παραδέχθηκε ότι μια περίοδο έπαιζε «ύποπτα» (όταν οι κρουπιέρηδες είχαν πλέον κουραστεί, κοντά στα ξημερώματα) στο Λας Βέγκας και κέρδιζε κάθε φορά από 10.000 δολάρια «μέχρι που μας κατάλαβαν κι έβαζαν πολλές τράπουλες. Τώρα μαζεύω χρήματα για τα γεράματά μου, ζω μόνος μου από το 1967 που χώρισα, αφού δεν ξαναερωτεύθηκα». «Οι Ελληνες είναι λαός που αγαπάει το ξενύχτι, τη διασκέδαση. Αν τους κλείσεις μέσα σε αυστηρούς νόμους είναι σαν να τους πεθαίνεις» είπε όταν θυμήθηκε τα σπασίματά του επί χούντας.