«Αναψε τσιγάρο και ο καπνός βγήκε ντουμάνι από τα σωθικά του». Η αφήγηση ανήκει στον κουμπάρο του Στέλιου Καζαντζίδη, Νίκο Τζανιδάκη, και τον φίλο του Πάνο Υφαντή, που επιμελήθηκαν από κοινού την αυτοβιογραφική διήγηση του μέγιστου των λαϊκών τραγουδιστών, όπως κυκλοφορεί από την Οδό Πανός. Η φράση θυμίζει έντονα έναν στίχο-στάμπα για τον Καζαντζίδη: «Αναστενάζω, βγαίνει φωτιά/ κλαίω, ραγίζουν τα βουνά/ από τα βάσανά μου τα πολλά». Καημοί, στίχοι, τραγούδια και αναμνήσεις γεμίζουν τις 162 ωφέλιμες σελίδες της έκδοσης, η οποία συμπληρώνεται με σύνοψη της βιογραφίας του Καζαντζίδη, αλλά και με την πλήρη δισκογραφία του. Τα «Πρόσωπα» δημοσιεύουν –με τις απαραίτητες συντομεύσεις –δύο αποσπάσματα από το βιβλίο, με τη συγκατάθεση του εκδότη Γιώργου Χρονά. Στο πρώτο, ο Στέλιος Καζαντζίδης αφηγείται την αποτυχία του πρώτου τραγουδιού του «Για μπάνιο πάω» το 1952 και τη στήριξη του Γιάννη Παπαϊωάννου στο πρόσωπό του. Στο δεύτερο, αφηγείται τη γνωριμία εκείνου και της Μαρινέλλας με τον Μάνο Χατζιδάκι, πριν από την ηχογράφηση τεσσάρων εμβληματικών πλέον τραγουδιών: «Αθήνα», «Κουρασμένο παλικάρι», «Το πέλαγο είναι βαθύ», «Ο κυρ Αντώνης».
Εν αρχή ην η αποτυχία
Καταμεσής του καλοκαιριού κυκλοφόρησε ο πρώτος μου δίσκος. Η Αθήνα ψηνόταν από έναν πρωτοφανή καύσωνα. Ποιος νοιαζόταν να αγοράσει το δίσκο ενός άγνωστου τραγουδιστή. Η κυκλοφορία δεν τράβηξε. Η προσπάθεια απέτυχε οικτρά. Καιρό μετά, ο Χρυσίνης μου διηγήθηκε τι συνέβη εκείνες τις μέρες: Ο Μηλιόπουλος, στέλεχος της «Κολούμπια», δε μιλιόταν, δεν ήθελε να ακούει τ’ όνομά μου. Ενα πρωινό μπήκε στο γραφείο του και άνοιξε το ραδιόφωνο. Συμπτωματικά, έπεσε στο τραγούδι. Οπως το άκουγε, σκεπτικός, μπήκε ο Χρυσίνης. Το γραφείο του ήταν γεμάτο με «πλάκες» και ο Μηλιόπουλος έδειχνε νευρικός. Επιασε μια «πλάκα» και την πέταξε στο πάτωμα. «Αυτόν τον ρεμπεσκέ, πού τον βρήκατε και μου τον φορτώσατε… Πού στο διάολο τον ξεφυτρώσατε…». […]. Εκείνη την ώρα έμπαινε στα γραφεία της εταιρείας ο Γιάννης Παπαϊωάννου, με το μπουζούκι ανά χείρας. Καθώς προχωρούσε στο διάδρομο, άκουσε το τραγούδι που το έπαιζε το ραδιόφωνο σε ένα μικρό δωμάτιο όπου βρίσκονταν κάποιοι μουσικοί. Ο Παπαϊωάννου κοντοστάθηκε. «Ρε, μάγκες, με το σχώριο, ποιος είναι αυτός που τραγουδάει;». Ο πιο ηλικιωμένος, καλός μου φίλος μεταγενέστερα, ο Περικλής, πήγε κοντά του. «Ασ’ τα μαέστρο. Τ’ όνομα αυτό απαγορεύεται να ξανακουστεί εδώ μέσα… Είναι διαταγή…». Ο Παπαϊωάννου συνέχισε να ακούει το τραγούδι. «Και, ποιο είναι το ονοματάκι του;». Η απάντηση ήρθε από το βάθος του δωματίου. «Στέλιος Καζαντζίδης». Ο Παπαϊωάννου σημείωσε το όνομα στο πακέτο τσιγάρων και συνέχισε στο διάδρομο. Στον προθάλαμο του γραφείου του Μηλιόπουλου, ο Παπαϊωάννου έβαλε τις φωνές. «Καλημερούδια». Από το βάθος ακούστηκε η φωνή του Νίκανδρου. «Ελα, Γιάννη…». Ο Παπαϊωάννου στάθηκε στην πόρτα του γραφείου. «Είμαστε ‘ντάξει, κλείσε να γράψουμε την άλλη εβδομάδα και ειδοποίησέ με». «Εγινε, Γιάννη…». «Αντε, γεια…». Ο Παπαϊωάννου έκανε να φύγει. «Στάσου, Γιάννη, πόσα τραγούδια είναι, και ποιοι θα τα πούνε; Μαέστρο, θέλω στοιχεία. Τ’ αφεντικό, θα με ρωτήσει…». Επανήλθε στην πόρτα. «Θα γράψουμε τέσσερα. Δύο θα πει ο Τσαουσάκης, ένα η Ντάλια και το άλλο, ένας καινούργιος…».
Ξανά, έκανε να φύγει… «Ρε Γιάννη, και πώς τον λένε αυτόν τον καινούργιο;». «Καζαντζίδη τον λένε… Λογαριάζω να τον πάρω και στη δουλειά μου…».
Ο Μηλιόπουλος σηκώθηκε όρθιος. «Αυτόν τον σαλέπη, ξέχασέ τον…». Αλλά, ο Παπαϊωάννου δε χαμπάριαζε από αγριάδες. «Νίκανδρε, τι θα πει, ξέχασέ τον. Εγώ αυτόν θέλω, αυτός θα το πει…». Η επιμονή του Γιάννη Παπαϊωάννου με κράτησε στο χώρο. Μπήκα στο στούντιο και ηχογράφησα. Το τραγούδι (σ.σ.: οι «Βαλίτσες») πέρασε στον κόσμο, τραγουδιόταν παντού. Κι εγώ, έγινα περιζήτητος. Ο χειμώνας εκείνης της χρονιάς με βρήκε να τραγουδώ στο λαϊκό κέντρο «Χαβάη». […]. Στην ταβέρνα μπήκε ο Παπαϊωάννου με φίλους του. Ακούγοντας το τραγούδι, πήγε στο γραμμόφωνο, κάθισε σε μια καρέκλα σιωπηλός και σκεφτικός, και το άκουγε προσεκτικά. Η παρέα του κάθισε στο κοντινό τραπέζι και το γκαρσόν τούς έφερε κρασί. Ο Παπαϊωάννου άκουγε και σχολίασε. «Τελικά, βγήκε ωραίο ζεϊμπέκικο, και το λέει τρελά ο μικρός…». Ενώ το τραγούδι συνέχιζε, γύρισε στην παρέα του. «Μάγκες, το λοιπόν, αυτό το παλικάρι θα γράψει ιστορία. Το υπογράφει ο Παπαϊωάννου. Αντε, γεια μας…».
Ο Μάνος και ο Μίκης
Μετά τον Μίκη, ο Μάνος. Θυμάμαι καλά τα αρραβωνιάσματα. Η παρέα, στο βάθος του σαλονιού κεντρικού ξενοδοχείου, σιγοκουβέντιαζε. Μπροστά τους είχαν χαρτιά. Ηταν ο Μίκης, ο Μάνος και δυο άλλοι. «Μάνο μου, μην ψάχνεσαι, αυτά τα τραγούδια μόνο ο Καζαντζίδης μπορεί να τα κουμαντάρει. Φωνή σαν του Στέλιου βγαίνει ανά χίλια χρόνια». «Ψηλέ, χαίρομαι που συμφωνείς, γιατί τον Στέλιο σκεφτόμουνα κι εγώ». «Το θέμα είναι να συμφωνήσει ο Καζαντζίδης. Εδώ, δεινοπαθήσαμε να πει τα δικά μου» (σ.σ.: όσα περιέχονται στην «Πολιτεία Α’»). «Πιστεύω ότι ο Στέλιος δε θα με στενοχωρήσει».
Στο ραντεβού έφτασα στην ώρα μου. «Χαιρετώ την Εθνική Ελλάδος». «Καλώς τον Στέλιο». Κάθισα και ο Μάνος έκανε νόημα στο γκαρσόνι να έλθει και πήρε τον λόγο. Πρώτα, μου είπε τι συζητούσαν και γελούσαμε. Τον είδα ανυπόμονο. «Στέλιο μου, θα μπω κατευθείαν στο θέμα». Τον διέκοψε το γκαρσόν που ήρθε για παραγγελία.
«Παρακαλώ, ήθελα ένα τσάι». Ο Μάνος δεν έχασε χρόνο. «Στέλιο, έχω ετοιμάσει ένα κύκλο τραγουδιών και νομίζω ότι μόνο εσύ μπορείς να τα ερμηνεύσεις. Την ίδια γνώμη έχει και ο Μίκης». «Αν το λέτε εσείς, εγώ τι να πω…».
Ο Μάνος μου έσφιξε τα χέρια και είπαμε να το γιορτάσουμε σε παραλιακή ψαροταβέρνα. Εφυγα να πάρω τη Μαρινέλλα και κατηφορίσαμε. Καθίσαμε σε ένα απόμερο τραπέζι, κοντά στο κύμα. Σε λίγα λεπτά της ώρας φάνηκαν στην άκρη της αυλής να έρχονται, αργά αργά, ο Μίκης με τον Μάνο, κουβεντιάζοντας. Σηκώθηκα και τους υποδέχτηκα. Μέχρι που φύγαμε, αργά το βράδυ, ο Μάνος μας είχε μάθει τα τραγούδια. Θυμάμαι ότι σε αυτή τη δουλειά η ευχάριστη έκπληξη ήταν η Μαρινέλλα.
Ο Μάνος είχε ξετρελαθεί με τις δυνατότητές της.
info
Το βιβλίο «Απομεσήμερο με τον Στέλιο» (αυτοβιογραφική διήγηση του Στέλιου Καζαντζίδη στον Πάνο Υφαντή και τον Νίκο Τζανιδάκη) κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οδός Πανός (σελ. 238, τιμή 15 ευρώ με ΦΠΑ).