Για δεύτερη χρονιά στην Ερμιονίδα παίρνει πλέον τη σημασία πολιτιστικού θεσμού το Φεστιβάλ Μονολόγων με τον γενικό τίτλο «Ερμηνείες στην Ερμιονίδα». Σε έναν έξοχα διαμορφωμένο χώρο με κλειστό πλήρες θέατρο και υπαίθριο αμφιθέατρο, προϊόν της συνδρομής μεγάλων και μικρών χορηγών, με κύριο χορηγό την κυρία Μαράικε Ηλιού ντε Κόνινγκ που τιμής ένεκεν η θεατρική κτιριακή ενότητα φέρει το όνομά της, φέτος εννέα σημαντικές ελληνίδες ηθοποιοί θα ερμηνεύσουν μονολόγους με θέμα γυναίκες, γυναικεία προβλήματα, αδιέξοδα, αγώνες, αγωνίες και ηρωικές εξόδους από τον εγκλωβισμό, αλλά και πάθη, ιδεοληψίες και σαλταρίσματα.

Η έναρξη έγινε με μια παραγωγή της εταιρείας Λυκόφως, του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου. Ηταν μια αθηναϊκή επιτυχία που συντάραξε και το μεγάλο κοινό της Ερμιονίδας που παρακολούθησε τον μονόλογο «Κατερίνα» πάνω στο βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ σε διασκευή και σκηνοθεσία τού πολλά υποσχόμενου ηθοποιού και σκηνοθέτη Γιώργου Νανούρη.

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΟΡΤΩ. Ας μείνω κατ’ αρχάς στο πρωτογενές υλικό. Ο Αύγουστος Κορτώ, ένας από τους πλέον ενδιαφέροντες νέους έλληνες πεζογράφους (και αξιόλογους μεταφραστές κυρίως σκανδιναβών πεζογράφων), υπήρξε σχεδόν παιδί – θαύμα στη λογοτεχνία μας. Η ποίηση κατά κανόνα έχει παιδιά – θαύματα, όπως και η μουσική. Τα εικαστικά και η πεζογραφία απαιτούν συνθετική συνδυαστική και πλούσια πληροφόρηση, άρα απαιτούν λογικότητα και όχι αυθορμησία, δομικές ικανότητες και εν γένει συχνές λελογισμένες απορρίψεις. Γι’ αυτό είναι σπάνια τα πρώιμα ταλέντα πεζογραφικής λογοτεχνίας. Ο Κορτώ είναι ένα από αυτά. Εισήλθε ως κατακτητής και πολιορκητής στον χώρο της πεζογραφίας, τολμηρός και συχνά προκλητικός κυρίως στη θεματογραφία αλλά και στην «ηθική» της γλώσσας. Αν θέλετε να προσφέρω κάποια ανάλογα ως προς τη νεανικότητα θα καταφύγω στο «Ο διάβολος μέσα του» του Ρατιγκέ και στην τολμηρότητα του θέματος στον «Ανηθικολόγο» του Ζιντ.

Οταν διάβαζε κανείς τα προκλητικά κείμενα του Κορτώ έψαχνε, αν τον ενδιέφερε η περίπτωση, να ανακαλύψει τις ρίζες, τον βυθό του πηγαδιού ενός σκοτεινού υποσυνειδήτου.

Και έντιμα ο Κορτώ αποφάσισε να βυθίσει στον βυθό αυτόν τα δίχτυα του και να ανασύρει την ιλύν των απωθημένων του. Εγραψε ένα βιβλίο αποκαλυπτικά αυτοβιογραφικό δίκην συνεδρίας σε φροϊδικό ντιβάνι. Αλλά με μια τεχνική που σπανίζει στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ταυτίστηκε η Φωνή με το Φερέφωνο, η νεκρή μητέρα με τον γιο και ο γιος ανέλαβε να περάσει απέναντι κολυμπώντας στον Αχέροντα τα μητρικά τραύματα, τις ενοχές μια διπολικής μητέρας που επιβίωνε αναβάλλοντας τον θάνατό της χάρη σ’ αυτόν τον γιο, με τον οποίο τη συνέδεαν αντίρροπες δυνάμεις, θα έλεγα υφάδια και στημόνια, έρωτα – μίσους.

Αυτό το συνταρακτικό κείμενο διασκεύασε ο Γιώργος Νανούρης και αμέσως πολλαπλασιάστηκαν οι περσόνες. Μια ηθοποιός καλείται να ταυτιστεί με μια νεκρή μητέρα που τη φωνή της έχει οικειοποιηθεί ο γιος της. Αρα η ηθοποιός αποδίδει ένα κείμενο που έγραψε ένας άντρας – γιος που μιλάει με τις εμπειρίες και τα ψυχολογικά ερείπια μιας σχιζοφρενικής γυναίκας – μητέρας του.

Ο Νανούρης συνέλαβε όλα τα προβλήματα που έχει το εγχείρημα. Ετσι δημιούργησε μια σκηνική συνθήκη ώστε να κάνει το όλο πρόβλημα κατανοητό. Πώς, σκέφτηκα, μπορεί να γίνει σκηνικό γεγονός ένα πεζογραφικό κείμενο, όπου ο αφηγητής δεν είναι, όπως συμβαίνει συνήθως, ούτε ουδέτερος παρατηρητής σε τρίτο πρόσωπο ούτε πρωτοπρόσωπος αφηγητής που είναι υποκειμενικός εκφραστής όσων καταγράφει. Εδώ είναι αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο μια νεκρή μητέρα που μιλάει με τη φωνή αλλά και τα απωθημένα του γιου της.

ΜΕΤΑΜΠΡΕΧΤΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ. Ετσι ο Νανούρης διάλεξε μια σοφή μεταμπρεχτική τεχνική: η ηθοποιός κρατάει κάποιες αποστάσεις από τα δύο πρόσωπα και της νεκρής μητέρας που ομιλεί με το ύφος του συγγραφέα γιου της.

Συνάμα συνυπάρχει στη σκηνή με έναν μουσικό (τον έξοχο συνθέτη και ερμηνευτή Λόλεκ) που παρεμβαίνει σαν Χορικό στις ρωγμές της αφήγησης, σαν σχολιαστής και σαν συναισθηματικό ψυχολογικό πεδίο βάθους.

Αλλά υπάρχει και τρίτο συνθετικό σκηνικό στοιχείο. Ο ίδιος ο Νανούρης απέναντι από τη σκηνή σκηνοθετεί, λειτουργεί ως υποβολέας, φωτίζει, δημιουργεί οπτικά πλάνα. Τέταρτος αυτός αφηγητής. Ο Νανούρης σκηνοθετεί τη Λένα Παπαληγούρα που υποδύεται μια νεκρή μητέρα αρθρώνοντας ένα κείμενο που ο συγγραφέας γιος υποδύεται τη μητέρα του. Αποτέλεσμα: ένα σπάνιας ευαισθησίας, θεατρικότητας και ψυχαναλυτικής διείσδυσης δρώμενο με ισορροπίες ύφους, εσωτερική και εξωτερική μουσικότητα. Ταύτιση κίνησης και φωνής, ρυθμού και σιωπών, ένα μπες – βγες στην αλήθεια των καταστάσεων και στο μιμητικό ψεύδος. Η μουσική του Λόλεκ με τον ίδιο με την κιθάρα του επί σκηνής μετέτρεψε το πεζό του Κορτώ σε σύγχρονη τραγωδία με την ύπαρξη χορικού μέλους.

Η Λένα Παπαληγούρα αναδεικνύεται μια σημαντική ηθοποιός ουσίας. Η κοντράλτα φωνή της προοιωνίζεται μια ανοιχτή πλέον ηθοποιό για τραγικούς ρόλους, η εμμέλεια της κίνησης και η ικανότητα να μπαινοβγαίνει σε εναλλασσόμενα πεδία υποκειμενισμού και αντικειμενισμού, μελοδράματος και αποστασιοποίησης μάς γέμισε αισιοδοξία πως δεν χρειάζεται μια ταλαντούχα ηθοποιός να καταφεύγει σε μεταμοντέρνα σκευάσματα για να πείσει, να συγκινήσει και να οδηγήσει το κοινό της να στοχαστεί και να κρίνει.

Εξάλλου τέτοια ήταν πάντα η υποκριτική πειθώ.