Στις 2 Μαΐου 1989, ο γάλλος δημοσιογράφος Πιερ Ασκί βρέθηκε στο Χεντεσόλομ, ένα χωριό στα σύνορα της Ουγγαρίας με την Αυστρία, χάριν μιας τελετής που αποδείχθηκε καθοριστική για την Ευρώπη –παρότι κανείς δεν το υποψιαζόταν την ημέρα εκείνη. Ούγγροι συνοριοφύλακες έκοψαν με πένσες αυτό το διαβόητο «σιδηρούν παραπέτασμα» για το οποίο είχε μιλήσει πρώτος ο Τσόρτσιλ 43 χρόνια νωρίτερα. Ο Ασκί αποχώρησε παίρνοντας ως σουβενίρ λίγο σκουριασμένο συρματόπλεγμα, πεπεισμένος, όπως όλοι, πως ήταν μια «άσκηση γκορμπατσοφικής προπαγάνδας δίχως αύριο». Και όμως, τις ακόλουθες εβδομάδες διέφυγαν από εκείνο το άνοιγμα χιλιάδες ανατολικογερμανοί φοιτητές, πυροδοτώντας την πολιτική κρίση που συμπαρέσυρε τελικά το Τείχος.
Είκοσι έξι χρόνια αργότερα η Ουγγαρία, η χώρα που απελευθερώθηκε από τον σοβιετικό ζυγό αφού πρώτα επέτρεψε το πέρασμα χιλιάδων προσφύγων, προσέφερε στον κόσμο, είτε από τα σύνορά της με τη Σερβία είτε από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Βουδαπέστης, κάποιες από τις χειρότερες εικόνες της εξόδου δεκάδων χιλιάδων Σύρων, Ιρακινών, Αφγανών που παρακολουθούμε.
Στις 16 Ιουνίου 1989, πέντε μήνες πριν πέσει το Τείχος, ο Βίκτορ Ορμπάν, ένας 25χρονος πτυχιούχος Νομικής που μόλις είχε ιδρύσει μαζί με άλλους φοιτητές τη Συμμαχία Νέων Δημοκρατών (Fidesz), βρέθηκε στην Πλατεία Ηρώων της Βουδαπέστης χάριν της επίσημης αποκατάστασης του Ιμρε Νάγκι, του πρωθυπουργού που είχε εκτελεστεί το 1958 για την αντισοβιετική του στάση. Την ημέρα εκείνη, ο Ορμπάν ξεσήκωσε τα πλήθη, αξιώνοντας ελεύθερες εκλογές και αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων. Ποιος θα το φανταζόταν πως 26 χρόνια μετά αυτός ο νεαρός δημοκράτης θα είχε μετατραπεί σε μαθητευόμενο δικτάτορα, εκλεγμένο μεν, ξανά και ξανά, που συμπυκνώνει όμως ό,τι πιο κοντόφθαλμο, μισαλλόδοξο και λαϊκιστικό, εντέλει αντιευρωπαϊκό, κρύβει μέσα της η Ευρώπη.
Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ αστειευόταν (επισήμως) όταν υποδέχθηκε τον ούγγρο πρωθυπουργό με ένα «Γεια σου δικτάτορα!» τον Μάιο στη Ρίγα. Η «Γκάρντιαν», πάλι, δεν αστειευόταν όταν δημοσίευσε, στις 6 Σεπτεμβρίου, κύριο άρθρο με τον τίτλο: «Ορμπάν, ο φρικτός» και υπότιτλο: «Επειτα από χρόνια περιφρόνησης για τη δημοκρατία και την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, η Βουδαπέστη δυσκολεύει τη ζωή απελπισμένων ανθρώπων από πολεμικές ζώνες. Η υπόλοιπη ήπειρος πρέπει να ορθώσει το ανάστημά της σε αυτό το σάπιο καθεστώς». Ούτε ο Γιούνκερ ούτε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, ούτε ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς έκρυψαν τη δυσφορία τους ακούγοντας τον Ορμπάν να υπερασπίζεται από τις Βρυξέλλες, στις 3 Σεπτεμβρίου, τη σκληροπυρηνική πολιτική που εφαρμόζει την ώρα που η Ευρώπη αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη, μεταπολεμικά, προσφυγική της κρίση.
Ο Ορμπάν αρνείται τα περί προσφυγικής κρίσης, μιλά για μαζική μετανάστευση. Επιμένει πως το τείχος των 175 χιλιομέτρων που κατασκευάζει στα σύνορα της Ουγγαρίας με τη Σερβία και τα στρατεύματα που θα στείλει για να το ενισχύσει, επιβάλλονται για την προστασία των συνόρων της ζώνης Σένγκεν –και την υπεράσπιση της «Χριστιανικής Ευρώπης» από μια «μουσουλμανική εισβολή». «Αυτό δεν είναι ευρωπαϊκό, είναι γερμανικό πρόβλημα. Στη Γερμανία θέλουν να πάνε όλοι» δήλωσε στις Βρυξέλλες. Νωρίτερα είχε επαναλάβει ότι το σύστημα ποσοστώσεων που προωθεί η Ευρώπη είναι «μια τρέλα», «μια πρόσκληση για όσους θέλουν να έρθουν». Ακόμη νωρίτερα, από το 2010 οπότε επέστρεψε στην πρωθυπουργία, για να επανεκλεγεί το 2014 με πλειοψηφία δύο τρίτων που έχασε μόλις πρόσφατα σε επαναληπτικές εκλογές, είχε καταχραστεί την εξουσία του προκειμένου να συγγράψει νέο Σύνταγμα, να τρομοκρατήσει τον Τύπο, να στελεχώσει το Συνταγματικό Δικαστήριο με υποστηρικτές του, να εκκαθαρίσει δεόντως υπουργείο Εξωτερικών και Διπλωματικό Σώμα, να αναδιαρθρώσει το Κοινοβούλιο και να κόψει κατά το δοκούν εκλογικές περιφέρειες.
Ο Ορμπάν εμπαίζει τις ευρωπαϊκές αντιλήψεις περί δημοκρατίας και θαυμάζει απροκάλυπτα ηγέτες όπως ο Πούτιν και ο Ερντογάν. Λένε πως μετακινήθηκε προς τον άκρατο λαϊκισμό μετά το 2010, πως η πρώτη του κυβέρνηση με το Fidesz (1998-2002) όταν έβαλε την Ουγγαρία στο ΝΑΤΟ και μείωσε τον πληθωρισμό διατηρώντας παράλληλα την οικονομική ανάπτυξη, ήταν συντηρητική μεν, υποδειγματική όμως συγκριτικά. Αλλά και τότε, ο Ορμπάν περνούσε μέχρι 10 μήνες χωρίς να εμφανιστεί στο Κοινοβούλιο, είχε δηλώσει μάλιστα πως «το Κοινοβούλιο θα δούλευε και χωρίς αντιπολίτευση».
Πώς μπορεί λοιπόν να λύσει η Ευρώπη το πρόβλημα Ορμπάν; Η απλή, απογοητευτική απάντηση είναι: δεν μπορεί. Μερίδα των Ούγγρων ντρέπονται για λογαριασμό του και στηρίζουν έμπρακτα τους πρόσφυγες, όμως, ο ούγγρος πρωθυπουργός έχει την ισχυρότερη λαϊκή εντολή πανευρωπαϊκά. Εσωτερικά, δεν έχει ανταγωνισμό εκτός από το νεοφασιστικό Jobbik, το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης σήμερα, και βασικό λόγο της καθημερινής του πλειοδοσίας σε ξενοφοβία και λαϊκισμό. Και ο Ορμπάν έχει μπόλικους σιωπηλούς θαυμαστές στην Κεντρική Ευρώπη και στα Βαλκάνια.
Η ΕΕ θα μπορούσε, βέβαια, να τιμωρήσει τη Βουδαπέστη στερώντας της το δικαίωμα ψήφου. Το είχε κάνει με την Αυστρία τη δεκαετία του 1990, όταν είχε μπει στην κυβέρνηση ο ακροδεξιός Γιοργκ Χάιντερ. Οπως επισήμανε ωστόσο πρόσφατα ο Φρανς Τίμερμανς, Νο 2 της Κομισιόν, «ήταν μια πολιτική απάντηση που γύρισε μπούμερανγκ. Και έκτοτε, τα κράτη-μέλη διστάζουν να τα βάλουν με άλλα κράτη-μέλη». Το πιθανότερο είναι λοιπόν πως ο Ορμπάν θα συνεχίσει τουλάχιστον μέχρι το 2018, οπότε προγραμματίζονται οι επόμενες εκλογές στην Ουγγαρία, να αποτελεί την ντροπή της Ευρώπης.