Είναι γεγονός πως οι τρομερές συνθήκες μέσα στις οποίες έφυγε στις 5 προς τις 6 Δεκεμβρίου του 2014 ο Μένης Κουμανταρέας θα ρίχνουν για κάμποσα χρόνια ένα ιδιαίτερο φως πάνω σε καθετί που είχε γράψει. Είτε πρόκειται για ένα από τα πολύ γνωστά του μυθιστορήματα όπως το «Δυο φορές Ελληνας» είτε για μια νουβέλα του (για παράδειγμα «Το show είναι των Ελλήνων»), χωρίς να εξαιρεί κανείς τα διηγήματά του που, αν και λιγοστά μέσα στο σύνολο ενός εκτεταμένου πεζογραφικού έργου, έχουν γραφεί σχεδόν ξυστά με τον τρόπο της βίαιης αποχώρησής του.
Αν κάτι τέτοιο ισχύει για καθετί που έχει δημοσιευτεί, φαντάζεται κανείς με πόσο περιδεές μάτι θα διάβαζε οτιδήποτε συμβαίνει να έχει παραμείνει ανέκδοτο –περίπου σαν να το ταχυδρόμησε ο Μένης Κουμανταρέας από τον άλλο κόσμο. Οπως ακριβώς συμβαίνει με το μυθιστόρημά του «Η σειρήνα της ερήμου», που, όπως μας πληροφορεί η επιμελήτρια Αλεξάνδρα Τράντα, το δούλευε ή μάλλον το έγραφε ο Κουμανταρέας ενώ έκανε τις τελευταίες διορθώσεις στο μυθιστόρημά του «Ο θησαυρός του χρόνου» –μυθιστόρημα που όπως είναι γνωστό κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2014. Εκ των υστέρων –πάντα εκ των υστέρων γίνονται αυτά –συμπεραίνει κανείς πως κι αν ακόμη ήταν αδύνατον να υποψιαστεί ο Κουμανταρέας ότι θα δολοφονούνταν και μάλιστα με έναν τόσο φρικιαστικό τρόπο, ο ίδιος έγραφε σαν να οσμιζόταν ένα «τέλος» τελείως διαφορετικό σε σχέση με τα «ανεπαίσχυντα και ειρηνικά τέλη» που ευχόταν ένας άλλος πεζογράφος –ο Γιώργος Ιωάννου –για τον εαυτό του.
Μ’ αυτή μάλλον την προοπτική φαίνεται να κρατούσε εδώ και χρόνια εκτεταμένες ημερολογιακές σημειώσεις, όπως επίσης τα τρία τελευταία χρόνια κατέγραφε με επιμέλεια τα όνειρά του. Ακουμπούσε στο κομοδίνο που ήταν δίπλα στο κρεβάτι του μολύβι και χαρτί ώστε να σημειώνει τα όνειρά του μόλις ξυπνάει για να μην τα ξεχνάει. Ημερολογιακές σημειώσεις και όνειρα που θα πρέπει κάποια στιγμή να δημοσιευτούν, αφού ο Κουμανταρέας δεν ήταν –σε σχέση με όσα έγραφε –ο δημιουργός που τον ενδιέφερε μόνον ο εαυτός του ή η υστεροφημία του –με την κλασική της σημασία η τελευταία. Αν τον ενδιέφερε ο εαυτός του, ή μάλλον δεν τον ενδιέφεραν εξίσου και οι αναγνώστες, δεν θα φρόντιζε να δημοσιευτεί «Ο θησαυρός του χρόνου» όσο ζούσε ο ίδιος.
Αντίθετα τον ενδιέφερε η πρόκληση ενός σκανδάλου –όσο και αν τον εξέθετε ως άνθρωπο –φτάνει να παρέμενε στην περιοχή της τέχνης, όπως απερίφραστα το υπογραμμίζει σε κάποια σελίδα της «Σειρήνας της ερήμου» ένας ήρωάς του λέγοντας: «Οπως ένας ενάρετος άνδρας δεν θα απλώσει ποτέ χέρι σ’ ένα κορίτσι ή σ’ ένα αγόρι, έτσι και ένας συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του θα περιγράψει με τόση τέχνη το πάθος του ώστε αυτό θα πάψει να περιέχει παθογένεια».
Εστω και αν ο ήρωας αυτός είναι ένας εν δυνάμει συγγραφέας, που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την εξέλιξή του, γίνεται αναπόφευκτη η ταύτισή του με τον Μένη Κουμανταρέα καθώς υπογράφει το πρώτο του μυθιστόρημα με το όνομα «Σηνέμ Σαερανταμούκ», που είναι αναγραμματισμένο το όνομα του δημιουργού της «Βιοτεχνίας υαλικών» και της «Κυρίας Κούλας». Οσο και αν οι αναγραμματισμοί παίζουν έναν εξέχοντα ρόλο στη «Σειρήνα της ερήμου» –όπως και οι αντικατοπτρισμοί –αυτός μπορεί να θεωρηθεί ο δεσπόζων καθώς γύρω του υφαίνεται μια άλλη εκδοχή ενός κυριολεκτικά «διπλού βιβλίου» σε σχέση με το «Διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή.
Επειτα από όλα αυτά, τι ακριβώς είναι «Η σειρήνα της ερήμου» και ποια είναι η σχέση της με τον «Θησαυρό του χρόνου» αφού γράφονται –όσο κι αν φαίνεται ακατόρθωτο –σχεδόν ταυτόχρονα; Θα έλεγε κανείς πως ό,τι συναντάμε στο πρώτο ως απροκάλυπτο και απερίφραστα προκλητικό, στο δεύτερο γίνεται αιφνίδια υπαινικτικό και αμφισβητούμενο –κάτι σαν αντικατοπτρισμός -, αφού και η ομοφυλοφιλία, που με την προϋπόθεση του εξιλασμού της έχει συντεθεί «Ο θησαυρός», στη «Σειρήνα» χρειάζεται να ολοκληρωθεί το μυθιστόρημα ώστε ο ήρωάς της να πειστεί όσον αφορά τον εαυτό του για την ύπαρξή της. Πράγμα που σημαίνει ότι αν δεν είχε επιχειρήσει να γράψει, θα μπορούσε να πιστεύει πως εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για τις γυναίκες.
Ναρκοθετημένη περιοχή
Τελικά, αν κάτι αναδεικνύει τον Κουμανταρέα σε μέγιστο πεζογράφο είναι μια πρωτοφανής αίσθηση ισορροπίας και μάλιστα σε μια εξαιρετικά ναρκοθετημένη συγγραφικά και ανθρώπινα περιοχή. Μια ισορροπία σε όλες τις φάσεις της πεζογραφικής του ανάδυσης ώστε θα μιλούσαμε για καταστροφή σε περίπτωση που τη «Σειρήνα της ερήμου» την είχε προετοιμάσει «Ο ωραίος λοχαγός», ή αισθανόσουν τον «Νώε» να έχει προηγηθεί του «Θησαυρού του χρόνου». Κάθε μυθιστόρημα είναι σαν να έχει γραφεί από έναν άλλον συγγραφέα. Αν όλα τους συνιστούν ψηφίδες μιας τοιχογραφίας συνθεμένης από τον Κουμανταρέα, είναι κυρίως χάρη στις ανεξάντλητα ευφάνταστες παρομοιώσεις του και σε κάποια χαρακτηριστικά του που έχουν εξελιχθεί σε «στερεότυπα» χάρη στον ίδιον, αν και ουδέποτε τα επαναλαμβάνει. Ενώ μιλάει αίφνης για τον Τρέπλιεφ του Τσέχοφ, σου προκαλεί μεγαλύτερο ενδιαφέρον ο διαχειριστής της πολυκατοικίας του όπως τον συνδέει με τον ήρωα του «Γλάρου», ή χάρη στον τρόπο που περιγράφει το ντύσιμο μιας γυναίκας ή ενός άνδρα αντιλαμβάνεσαι καλύτερα τον ψυχισμό τους απ’ ό,τι αν τους ανέλυε.
Γιατί επιλέγει τελικά το όνομά του αναγραμματισμένο ο Κουμανταρέας για να υπογράψει ένα μυθιστόρημα, που φαίνεται να το γράφει ο ήρωάς του την ίδια ακριβώς στιγμή που το ζει, ή μάλλον να είναι το γράψιμο που τον παρασύρει σε περιπέτειες που θα του έμεναν άγνωστες αν δεν είχε την πρόθεση να τις καταγράψει; Ενώ ταυτόχρονα ο παραλήπτης τού μυθιστορήματος αυτού που είναι και ο πρώτος του αναγνώστης –ένας επίσης εν δυνάμει συγγραφέας -, αν και θα είχε κάθε λόγο να το εμφανίσει ως δικό του, στην αδυναμία του να συνθέσει κάτι τόσο εμπνευσμένο, καθώς εργάζεται reader σε έναν εκδοτικό οίκο, φαίνεται η αγωνία του να εξαντλείται στο να αποφύγει μια ταύτιση που διαγράφεται ωστόσο αναπόφευκτη;
Ακροτελεύτια έμπνευση
Μία μυθοπλαστική διάσταση
Κούλα ή τον ωραίο λοχαγό, πρόκειται για μια περσόνα που έχει την ιδιότητα να κάνει ακόμη πιο δυσεύρετο και δυσεξιχνίαστο μέσα στα γραπτά του τον ίδιο τον δημιουργό. Εστω και αν σε πολλά μυθιστορήματά του φαίνεται να πειθαρχεί σχεδόν αποκλειστικά στον στίχο του Αλεξανδρινού «μισοκρυμμμένα μες στες φράσεις», περισσότερο φαίνεται να του ταιριάζει τελικά ο στίχος του Ν.Δ. Καρούζου για τον Μαρκήσιο ντε Σαντ ότι «τον τάφο του τον έκανε αόρατο στον κόσμο». Με συνέπεια πρόσωπα συγκαιρινά του, όπως ο Γιάννης Κοντός, ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ο Θανάσης Βαλτινός, έστω και αν αντιπροσωπεύουν κάτι απτό και συγκεκριμένο, να αποκτούν μέσα στη «Σειρήνα της ερήμου» μια μυθοπλαστική διάσταση.
Καημένε Τσαρούχη πού κατάντησες!
«Τα βήματά μου με έφεραν στο Πεδίο του Αρεως. Κάθισα σ’ ένα παγκάκι και παρατηρούσα όλα αυτά τα μεταναστάκια, τα περισσότερα χωρίς χαρτιά ή με πλαστά, να φουμάρουν φούντες και να ρίχνουν ματιές στους περαστικούς κυρίους, μπας κι η πετονιά τους πιάσει κάνα μεγάλο ψάρι.
Εφαγα δυο σουβλάκια σ’ ένα μαγαζί και πήγα στον κινηματογράφο, όπου κοιμήθηκα παρ’ όλο τον ορυμαγδό των καλάσνικοφ σε ήχο ντόλμπυ.
Νύχτα πια πέρασα από ένα μπιστρό στο Κολωνάκι. Η μπάρα είχε επένδυση από μαύρο βελούδο. Παράγγειλα σ’ ένα ετοιμόρροπο γκαρσόνι μια μπίρα Bud. Σ’ ένα διπλανό τραπέζι ένας κουστουμαρισμένος μεσόκοπος με ωοειδές ξυρισμένο κεφάλι έπινε το ουίσκι του τελετουργικά ενώ ένας νεότερος με αρχή φαλάκρας, γυαλιά, αδύνατος με λεκιασμένο πουκάμισο, κάτι του διάβαζε με χαμηλή φωνή. Είχε στα γόνατά του ακουμπισμένο έναν πάκο χαρτιά, αυτά ακριβώς που χρησιμοποιώ κι εγώ όταν γράφω, όχι εντελώς λευκά, μα με μια απόχρωση μπεζ. Τέλειωσα την μπίρα μου κι έφυγα στις μύτες των ποδιών.
Πέρασαν κάποιες μέρες. Ενα πρωί ανοίγοντας την εξώπορτα, βρήκα να σέρνεται χάμω ένας φάκελος με γραμμένο το όνομά μου, το μικρό μόνο.
Κάποιος βρομιάρης τον είχε πατήσει αφήνοντας το αποτύπωμα της σόλας του πάνω. Ανοίγοντάς τον βρήκα μέσα ένα πενηντάρι, μερικά κέρματα κι ένα σημείωμα γραμμένο μισά αραβικά, μισά γαλλικά και λίγα κουτσά ελληνικά, όλα ανορθόγραφα. Το παραθέτω όπως το αποκωδικοποίησα σε κανονικά ελληνικά.
“Κρίμα που αναγκάστηκα να κάνω αυτό. Ο πίνακας του Τσαρουχά κρυμμένος σε σίγουρο μέρος. Δε θα τον βρούνε ποτέ. Κρίμα γιατί σε είχα συμπαθήσει. Μην πιστέψεις ότι το έκανα για μένα, κάποτε ίσως μάθεις. Θα βρεις τα ρέστα από το κατοστάρικο, σε αυτό είμαι τίμιος. Σε άλλα όχι. Αντιός, Κλόντι ή Γιαμάλ”.
Καημένε Τσαρούχη πού κατάντησες!
Θα μάθαινα τι και πότε; Οταν η αλήθεια θα μου ήταν άχρηστη πια! Μέρα μεσημέρι παραπατούσα μέσα στο σπίτι και νόμιζα ότι από στιγμή σε στιγμή με μια κόκκινη πετσέτα γύρω στους γοφούς θα πεταγόταν ο Κλόντι.
Το ίδιο βράδυ έβαλα το σιντί με την αραβική μουσική που μου είχε χαρίσει. Κι αφού άκουσα λίγο πίνοντας κόκκινο κρασί, σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβω, άρχισα να χορεύω μπρος στον καθρέφτη, όπως είχα δει κάποτε τους δερβίσηδες να κάνουν σε ένα καταγώγιο στο Κάιρο. Δεν ξέρω αν ήταν από το κρασί ή από τους στροβιλισμούς, πάντως στο τέλος έπεσα ξερός στο στρώμα».
(από τις σελ. 139-141)
Η σειρήνα της ερήμου
Εκδ. Πατάκη 2015, Σελ. 232,
Τιμή: 13 ευρώ