Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 στο Παρίσι μία Ελληνίδα, μέλος της γαλλικής Αντίστασης, άρχισε να διακρίνει την αλλαγή της τέχνης. Λευκοί υπερφωτισμένοι τοίχοι, συσσώρευση παλιών και αταξινόμητων αντικειμένων, μονοχρωμίες μεγάλων διαστάσεων, σχισμές καμβάδων. Εκεί όπου οι πολλοί έβλεπαν «σκουπίδια» η Ιρις Κλερτ εντόπιζε διαμάντια.
Η Ιρις Αθανασιάδη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1918 και γνώρισε από μικρή τη νομαδική ζωή στις ευρωπαϊκές πόλεις. Η οικογένειά της, αστικών καταβολών, είχε ρίζες στη Σμύρνη την οποία εγκατέλειψε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Εως τα πέντε της μεγάλωνε στην Αθήνα. Ο οικτρά αποτυχημένος γάμος της μητέρας της την οδήγησε στη Βιέννη και μετά στο Παρίσι. Εκεί, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μπήκε στην Αντίσταση από το 1939 έως το 1945. Ανάμεσα στους Μακί συντρόφους γνώρισε τον μέλλοντα σύζυγό της και κινηματογραφικό παραγωγό Κλοντ Κλερτ.
Το 1955 η Κλερτ βρίσκεται στη Μύκονο. Εκεί γνωρίζει τον αυτοδίδακτο γλύπτη Παναγιώτη Βασιλάκη (μετέπειτα Takis) και γρήγορα πείθεται –όπως η ίδια διηγείται στα απομνημονεύματά της «Iris Clert – L’ artventure» –να ανοίξει μία γκαλερί στο Παρίσι. Και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, ως προθέρμανση της ιδέας της, η Ιρις Κλερτ οργανώνει την πρώτη της έκθεση στην γκαλερί Οτ Παβέ παρουσιάζοντας δύο συμπατριώτες της: τον Τάκη και τον Θάνο Τσίγκο. Η συνεργασία της μαζί τους θα έχει συνέχεια. Το 1955 ανοίγει την γκαλερί της στον αριθμό 3 της οδού Μποζ Αρ, πολύ κοντά στο εμβληματικό κτίριο της Σχολής Καλών Τεχνών του Παρισιού. Ντυμένη κομψά, ρίχνοντας σαν κάπα στους ώμους της ένα παλτό από γούνα λεοπάρδαλης, η Ιρις Κλερτ στεκόταν στον μικροσκοπικό χώρο της καθισμένη σε ένα σκαμνί και με τα πολύχρωμα βαμμένα νύχια της χτυπούσε τα πλήκτρα της γραφομηχανής της.
Ανακαλύπτοντας ταλέντα
Οι υπόλοιποι του σιναφιού τη θεωρούσαν καλλιτέχνιδα. Διέθετε φαντασία, υπερβατικό χιούμορ, ενέργεια, λυρικό εγωκεντρισμό, υπερηφάνεια και θηλυκότητα. Η δική της τέχνη ήταν να ανακαλύπτει νέους καλλιτέχνες: Ιβ Κλάιν, Αρμάν, Ζαν Τινγκελί, Πολ Μπουρί, Λούτσιο Φοντάνα, Σεζάρ, Takis. Η Κλερτ αγαπούσε όχι μόνο την τέχνη αλλά και την περιπέτεια που συνόδευε την καλλιτεχνική διαδικασία. Η ίδια την περιέγραφε στο φύλλο της εφημερίδας τής γκαλερί της «Iris Time». Ο κόσμος το αντιλαμβανόταν στη διάρκεια των επεισοδιακών εγκαινίων των εκθέσεών της. Ή το διάβαζε την επόμενη ημέρα στις σελίδες του παριζιάνικου Τύπου. Τα σημαντικά ευρήματα της Ιριδας Κλερτ αποκαλύπτουν μία τέχνη βασισμένη στην κοινωνική συνθήκη. «Το μονοπάτι που ανοίχτηκε για μένα ήταν να ανακαλύπτω ταλέντα τραβώντας πάνω τους την προσοχή σκηνοθετώντας θεαματικές δράσεις. Πάντα χωρίς κεφάλαιο αλλά με απεριόριστη ελευθερία».
Από το 1957 έως το 1960 η συνεργασία της με τον θεωρητικό της τέχνης Πιερ Ρεστανί αναδεικνύει το κίνημα των Νέων Ρεαλιστών. Από το έργο του Ιβ Κλάιν το 1958 «Εκθεση του Κενού» (τα εγκαίνια στον χώρο των 20 τ.μ. της γκαλερί στην οδό Μποζ Αρ συγκέντρωσαν 3.000 επισκέπτες) έως το ανάλογο «Πλήρες» του Αρμάν το 1960, η Ιρις Κλερτ βοηθά τους συγκεκριμένους καλλιτέχνες να παράγουν τέχνη ανατροπών και παράλληλα η γκαλερί της γίνεται πειραματικός χώρος και τόπος διεθνών συνεργασιών. Το 1960 ο Τάκης επιχειρεί να αψηφήσει τον νόμο της βαρύτητας και να ανυψώσει έναν άνδρα χρησιμοποιώντας την ισχύ των μαγνητικών πεδίων. Το συμβάν διαδραματίστηκε στην γκαλερί της Ιριδας Κλερτ. Ο νοτιοαφρικανός μπίτνικ ποιητής Σίνκλερ Μπέιλς δέχεται να συμμετάσχει στο πείραμα φορώντας ένα κράνος μοτοσικλετιστή. Η προνοητική ιδιοκτήτρια του χώρου τοποθετεί ένα δίχτυ ασφαλείας λίγο πάνω από την επιφάνεια του δαπέδου. Ο Μπέιλς κάνει το άλμα στο κενό. Στο εξής οι γνώμες διίστανται: κάποιοι λένε ότι θα έπρεπε να είχε ανασηκωθεί ελαφρά στον αέρα. Αλλοι είπαν ότι η ζώνη ασφαλείας δεν εμπόδισε την πτώση του. Και στις δύο περιπτώσεις, η τελευταία λέξη ανήκε στην έλξη της βαρύτητας. Ελάχιστη όμως σημασία είχε το αποτέλεσμα. Αυτό που έμεινε από εκείνη την έκθεση ήταν οι φωτογραφίες στον Τύπο που έκαναν διάσημο τον τολμηρό έλληνα δημιουργό.
Το 1962 η Ιρις Κλερτ αναχωρεί από την Αριστερή Οχθη μεταφέροντας την γκαλερί της στην απέναντι πλευρά του Σηκουάνα, στο Φομπούρ Σεντ Ονορέ, δρόμο κύρους και πολυτέλειας. Για να κάνει μάλιστα γνωστή τη νέα της διεύθυνση ζητά από 41 καλλιτέχνες να της κάνουν το πορτρέτο της. «Περνάμε σε μία νέα εποχή» έλεγε σε συνέντευξή της στη γαλλική τηλεόραση τον Νοέμβριο του 1967 μιλώντας για τους νέους γλύπτες που παρουσίαζε στην γκαλερί της, εξηγώντας τη διαφορά τους από την ακαδημαϊκή παράδοση των αγαλμάτων. «Αναζητούμε αδιάκοπα τα νέα πράγματα γύρω μας που βρίσκονται παντού. Το ίδιο κάνει και η τέχνη που μοιάζει με ένα διαμάντι με πολλές γωνίες. Ετσι και ένας γλύπτης σήμερα είναι κάποιος που κάνει νέες μορφές, χρησιμοποιώντας είτε νέα είτε κλασικά υλικά».