Ας μιλήσουμε για ναζισμό. «Σας φοβίζει, κυρία Αρβανίτη;». «Και ποιον δεν φοβίζει; Αν κάτι με φοβίζει, είναι αυτό». Λίγο ανάποδη αρχή. Ξεκινήσαμε από τους φόβους. Ομως αυτό δεν σκιαγραφεί, στα χρόνια της ανόδου του ναζισμού –πολύ κοντά στα δικά μας, απλώς με την προσθήκη του προθέματος «νεο-» στη λέξη –το εμβληματικό έργο του Χέρμαν Μπροχ «Οι αθώοι»; Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που ξεκινήσαμε από τους φόβους της Μπέτυς Αρβανίτη, που ενσαρκώνει την Τσερλίνε, την υπηρέτρια των βαρόνων των «Αθώων» (για την ακρίβεια, αυτών που κάνουν ότι είναι αθώοι… του αίματος). Φόβο, είπαμε. Ναζισμό. Ή και νεοναζισμό. «Νομίζω ότι όλα είναι μέσα μας» μου λέει, με μια νεανική σπίθα στα μάτια. «Αν για κάποιον λόγο κάνω αυτή τη δουλειά, είναι ακριβώς γι’ αυτό. Οι άνθρωποι τα καλλιεργούν όλα. Ανθρωποι έχουν κάνει και το σπουδαιότερο και το χειρότερο. Αυτή, λοιπόν, η περιέργεια για το πώς καλλιεργούνται όλα από τον άνθρωπο με έκανε ηθοποιό. Χρησιμοποιώ τον εαυτό μου σαν πειραματόζωο για να δω τη διαδρομή».

Εν προκειμένω, την ιστορία ενός κλειστού συστήματος που δημιουργεί ενοχές και ακόμη και τις απολαύσεις τις διαστρέφει, λέει η αφηγήτρια και συνάμα ηρωίδα της παράστασης (στο θέατρό της, της Οδού Κεφαλληνίας). Εκείνο όμως που κυρίως καταδεικνύει το έργο είναι οι άνθρωποι που δεν συμμετέχουν σε αυτό το σύστημα και γίνονται παρατηρητές, αλλά «δεν είναι πραγματικά αθώοι. Πιστεύω πως κανείς μας δεν είναι. Και αυτό με τρομάζει: ο άνθρωπος που δεν επικοινωνεί με την πραγματικότητα, δεν παρεμβαίνει και τρώει τις σάρκες του». «Ο άνθρωπος είναι φτηνός και η μνήμη του γεμάτη τρύπες» λέει ο ανατόμος αυτής της εν σχήματι «αθωότητας» Μπροχ.

Η ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ. Πάντα ήθελε να ενσαρκώσει την Τσερλίνε η Μπέτυ Αρβανίτη. Την είχε δει με την Αλέκα Παΐζη, ως μονόλογο. Τώρα, παρέα με τον νέο θεατρικό συγγραφέα και σκηνοθέτη Γιάννη Καλαβριανό –άλλο ένα στοιχείο που της δίνει μεγάλη χαρά, να συνεργάζεται από νέους –το άνοιξαν σε μια παράσταση πέντε ηθοποιών, στην οποία η Τσερλίνε αφηγείται τη ζωή της. «Συναντιέμαι σε πολλά με την Τσερλίνε» λέει. Αλήθεια; Με μια καταπιεσμένη, γήινη, πολύ ζωντανή και κάποτε ερωτική, με χιούμορ υπηρέτρια; Που έζησε στη σκιά της βαρόνης, έχει μαζέψει μπόλικο μίσος και διάθεση για εκδίκηση, της κλέβει τους εραστές, ανατρέφει την κόρη της και την κάνει ένα τέρας, αλλά παράλληλα βλέπει βαθιά τον άνθρωπο και την τάξη που υπηρετεί. Καταγγέλλει τις φτήνιες, σαρκάζει τα κακά στοιχεία τους, «με μια σοφία γήινη που δεν χαρίζεται». Δεν είναι θετική ηρωίδα. Ομως «σαν ένα σοφό ζώο, δεμένο με αλυσίδες» βλέπει, θυμάται, διακρίνει. «Αν δεν υπήρχε το λησμονημένο», λέει, «δεν θα μπορούσε να βλαστήσει το αλησμόνητο –ένα σκοτεινό δώρο θανάτου».

Μια και μιλάμε για λήθη, μετανιώνει για όσα έχει κάνει μέχρι εδώ; «Μετανιώνω, βέβαια. Αλλά μέσα από αυτά που κάνει προχωράει κάποιος. Και οι ήττες και οι νίκες είναι χρήσιμες. Δεν ήταν όλα πάντα καλά στη διαδρομή μου. Διαδρομή στα σύννεφα δεν υπάρχει».

Το παραδέχεται: έχει «χάσει» κάποιους ρόλους. Κάποιους και λόγω ηλικίας, που δεν τους έκανε στην ώρα τους. Και τολμάει να το παραδεχτεί. Ομως έχει κερδίσει και πολλούς. «Είχα την τύχη», λέει, «να δουλέψω και με πολύ καλούς σκηνοθέτες. Από όλους πήρα. Κέρδισα. Φτάνεις δε, ύστερα από όλα αυτά, σε ένα σημείο όπου ο πήχης έχει ανεβεί τόσο ψηλά, που τρομάζεις. Ωστόσο δεν μπορείς και να σε κοροϊδέψεις, διότι ξέρεις πια. Ολα αυτά που πέρασες, αυτά τα ενδιαφέροντα, είναι που σε κάνουν να μη γερνάς».

Πώς είπατε; Επόμενος ρόλος; «Τώρα τον ψάχνω». Γελάει πλατιά, απέναντί μου. «Δεν ξέρω ποιος θα είναι όμως. Είμαι τόσο βαθιά στην Τσερλίνε. Αλλωστε οι ρόλοι δεν τελειώνουν. Ακόμη κι όταν έχει κατεβεί κάθε παράσταση, βρίσκω τόσα νέα πράγματα στους παλιούς μου ρόλους».

INFO

«Η Τσερλίνε και το σπίτι των κυνηγών», Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, είσοδος 13 – 18 ευρώ