Δεν ήταν καμιά καινούργια επινόηση. Με την τότε μορφή της ήταν μια πρακτική υιοθετημένη από το εμφυλιακό και το μετεμφυλιακό κράτος. Με τη χούντα των συνταγματαρχών όμως, στο μείγμα της λογοκρισίας μπήκαν και νέα συστατικά. Ενα από αυτά, σύμφωνα με τον αναπληρωτή καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γιάννη Παπαθεοδώρου, είχε να κάνει με μια πρώτη απάντηση που της δόθηκε, με τη μορφή της οργανωμένης σιωπής. «Ξεκίνησε από τις πρώτες μέρες της δικτατορίας. Και δεν ήταν απλώς μια αντίδραση, αλλά μια μορφή πολιτισμικής αντίστασης στο καθεστώς: τον πρώτο χρόνο μετά το πραξικόπημα, οι διανοούμενοι, οι συγγραφείς και οι ποιητές δεν έγραψαν, δεν δημοσίευσαν τίποτα, δεν έδωσαν κείμενο σε λογοτεχνικά περιοδικά. Προσπάθησαν να επικοινωνήσουν στην Ευρώπη το μήνυμα ότι πρόκειται για ένα καθεστώς πλήρους ανελευθερίας».
Οχι ότι έλειπαν κωμικοτραγικά χαρακτηριστικά: τον πρώτο χρόνο απαγόρευσε ακόμα και χάρτες όπου το όνομα της ΕΣΣΔ αναγραφόταν με μεγαλύτερα του ανεκτού γράμματα. Δεν έδιναν αυτά όμως τον τόνο. Η καταστροφή χειρογράφων βιβλίων της Τατιάνας Γκρίτση – Μιλλιέξ, ο κατ’ οίκον περιορισμός της Ελλης Αλεξίου, η φυλάκιση του Κώστα Καζάκου και της Τζένης Καρέζη εξαιτίας του «Μεγάλου μας τσίρκου» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, η σύλληψη του Γιάννη Ρίτσου, η δίκη του Νίκου Κάσδαγλη για το «άσεμνο» «Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου» ή του Μένη Κουμανταρέα για το «Αρμένισμα» είναι πράγματα λιγότερο ή περισσότερο γνωστά. Οι καταδίκες του Ηλία Πετρόπουλου για τα «Ρεμπέτικα τραγούδια» ή τα «Καλιαρντά» επίσης. Η ξένη λογοτεχνία δεν είχε καλύτερη τύχη. Σε διάφορα καθεστωτικά κιτάπια, το «Ερως και πολιτισμός» του Χέρμπερτ Μαρκούζε απαγορευόταν «επειδή ο συγγραφέας ανήκει στη νέα αριστερά». Το «Κυρία με το σκυλάκι» του Τσέχοφ ήταν μια «σκόπιμη προβολή της ρωσικής λογοτεχνίας». Ο Τολστόι, ο Μπαλζάκ, η Μποβουάρ και ο Σαρτρ δεν θα μπορούσαν να γλιτώσουν.
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ. Στη χώρα του τελευταίου κατέφυγε ο κριτικός λογοτεχνίας Δημήτρης Ραυτόπουλος. Επιασε δουλειά στην «Ουμανιτέ» ως τεκμηριωτής, το 1968 όμως άσκησε κριτική στο κόμμα και έφυγε. Την ίδια περίοδο ο Σαρτρ ήθελε να βοηθήσει την ελληνική υπόθεση και το έκανε με το περιοδικό «Temps Modernes»: ένα τεύχος του 1969 είχε θέμα «Σήμερα η Ελλάδα». «Αυτό που υπονοούνταν ήταν το ερώτημα “αύριο ποιος;”», εξηγεί ο Ραυτόπουλος. «Εμένα μου ανατέθηκε να γράψω για την ελληνική πεζογραφία. Το άρθρο είχε τίτλο “H φιμωμένη λογοτεχνία” και κατέγραφε αφενός τη λευκή απεργία με την οποία είχαν αντιδράσει αρχικά οι συγγραφείς και αφετέρου το έργο εκείνων που είχαν επιδείξει μια αντιφασιστική στάση, όντας υπέρ της αντισταλινικής Αριστεράς. Τσίρκας, Χατζής, Φραγκιάς, Κάσδαγλης, Πλασκοβίτης, Ταχτσής, Κουμανταρέας, Σχινάς, Λειβαδίτης. Μετά τη δημοσίευση, υπήρξαν εκδηλώσεις αλληλεγγύης. Ηταν ενθουσιώδεις τότε σε αυτά οι Γάλλοι».
Οι Ελληνες δεν μπορούσαν ακόμα να εκδηλωθούν. Η δήλωση Σεφέρη, το 1969 από το BBC, εξέθετε το καθεστώς. Τον Νοέμβριο επίσης η προληπτική λογοκρισία αντικαταστάθηκε από έναν νόμο που επιβάρυνε εκδότες και συγγραφείς με την «αξιολόγηση» της δουλειάς τους. Τον Ιούνιο του 1970, η ομάδα λογοτεχνών που έναν χρόνο πριν είχε υπογράψει μια δήλωση αγανάκτησης για το καθεστώς κυκλοφόρησε τα «Δεκαοχτώ κείμενα». Σήμερα κάποιοι μιλούν για «φιλελευθεροποίηση», για τον Παπαθεοδώρου όμως η λέξη είναι βαριά. «Η λογοκρισία δεν σταμάτησε τότε, απλώς άλλαξε επίπεδο, πετώντας το μπαλάκι στους δημιουργούς», εξηγεί. «Επαψε πάντως να λειτουργεί φοβικά στον κόσμο, που άρχισε να “παίζει” μαζί της. Οπως λ.χ. οι μαθητές χειροκροτούσαν τον Παπαδόπουλο για να μην ακούγεται, στο ίδιο πνεύμα κάποιος πέρναγε σε μια αγγελία εφημερίδας τη φράση “αρ……δια καλαβρέζικα”».
Είχαν άραγε όλα αυτά επιδράσεις στο περιεχόμενο της ελληνικής λογοτεχνίας; Είναι ένα από τα ζητήματα της αυριανής ημερίδας. Ο Παπαθεοδώρου επισημαίνει ότι από εκεί που η μετεμφυλιακή λογοτεχνία ήταν σχεδόν παραταξιακή, προσπάθειες σαν τα «Δεκαοχτώ κείμενα» είχαν ως αποτέλεσμα τη συνύπαρξη αριστερών και φιλελεύθερων συγγραφέων στα ίδια έντυπα. Επειδή επίσης η λογοτεχνία σε συνθήκες πίεσης λειτουργεί με υψηλότερο βαθμό αλληγορίας, το στοιχείο αυτό έγινε σχεδόν τρόπος της γενιάς του ’70. Οχι όμως ότι η ιστορία τελειώνει εδώ. «Δεν πάει καιρός από τότε που κατέβαιναν θεατρικές παραστάσεις ή που σκοτώνονταν άνθρωποι για τα σκίτσα τους, επομένως δεν θα έπρεπε να μιλάμε για τη λογοκρισία σαν κάτι μουσειακό», λέει ο καθηγητής. Ο Ραυτόπουλος, υπογραμμίζει την επικαιρότητα του θέματος επικαλούμενος τον Τζον Μίλτον: «Στα “Αρεοπαγιτικά” ο βρετανός ποιητής λέει ότι “ο δολοφόνος σκοτώνει ένα πλάσμα έλλογο, πλασμένο κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού. Αλλά εκείνος που καταστρέφει ένα καλό βιβλίο δολοφονεί τον ίδιο τον λόγο. Είναι φονιάς της ίδιας της αθανασίας”».

INFO

«Δικτατορία – λογοτεχνία – λογοκρισία», 18/11 στις 10.00, αίθουσα εκδηλώσεων της Βουλής. Είσοδος ελεύθερη