Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το θάνατο του Φρανσουά Μιτεράν (πέθανε στις 8 Ιανουαρίου 1996). Το τέλος του έριξε ένα διαφορετικό φως στη δόξα του: έφυγε μόνος, από μια αρρώστια που κουβαλούσε χρόνια αλλά έκρυβε όσο ήταν Πρόεδρος, έχοντας παραδώσει την εξουσία στον πολιτικά και ανθρώπινα μισητό του Ζακ Σιράκ (τα αισθήματα δεν ήταν αμοιβαία: ο Σιράκ σχεδόν φανερά τον θαύμαζε), με τα όνειρα της σοσιαλιστικής αλλαγής θαμμένα σε ένα σωρό σκανδάλων και υποχωρήσεων.
Μακιαβελικός, δολοπλόκος, ύποπτα μυστηριώδης (η σχέση του με το καθεστώς του Βισί υπονομευτική του αντιστασιακού παρελθόντος του, οι παρακολουθήσεις του Τύπου και συνεργατών του αντιφατικές με τις ελευθεριακές απόψεις του, η εμπλοκή του με τους μεγάλους του χρήματος συγκρουσιακή με την πνευματικότητα και τον κοσμοπολιτισμό του, οι εγκαταλείψεις και αυτοκτονίες στενών φίλων του αταίριαστες με την παροιμιώδη συντροφικότητα του), αρνητής της «πραγματικής» Αριστεράς: αυτά τα στοιχεία επικρατούσαν, πέρα από τη συγκίνηση, την εποχή του θανάτου του. Μαζί με ένα άλλο, του οποίου το βάθος μόνο τώρα μετράμε: την αίσθηση του μεγαλείου του.
Πήγα να πω: «παρ’ όλα τα παραπάνω» – γιατί όλα αυτά τα σκοτεινά, και πολλά ακόμα, κάθε άλλο παρά ήταν αποκυήματα φαντασίας ή χολής. Το σωστό όμως είναι: μαζί με όλα τα παραπάνω. Ο Μιτεράν, όπως και κάθε πολιτικός, αλλά σε βαθμό ιδιαίτερο και με τρόπο μοναδικό, υπήρξε πολλά πράγματα μαζί.
Και γενναίος (ένα μόνο πείσμα του αρκεί: η στήριξη στον Ρομπέρ Μπατεντέρ για την κατάργηση της θανατικής ποινής, τη στιγμή που το 80% του γαλλικού λαού ήταν αντίθετο) και υπόγειος (με το κομμουνιστικό κόμμα, με το οποίο συμμάχησε για να το καταστρέψει, με τους εσωτερικούς αντιπάλους του, με πρώτο το Μισέλ Ροκάρ, που χρησιμοποίησε ώστε να συγκριθούν μαζί του και να εξουδετερωθούν, με τους Πρωθυπουργός του, που πάντα θεωρούσε υποτακτικούς του, με όλους και με όλα)΄ και ιδεαλιστής και πραγματιστής (Κοινό Πρόγραμμα της Αριστεράς, Αλλαγή στη Γαλλία, Ενωμένη Ευρώπη, υπήρξαν βαθιές πεποιθήσεις πριν παραφθαρούν στη δοκιμασία της εξουσίας)΄ και προοδευτικός (στον τομέα των ηθών, των δικαιωμάτων, του ανοίγματος, της άποψης του για την πολιτική ως εργαλείου βελτίωσης της ζωής των πολλών) και συντηρητικός (πρώτο μέλημα η εκλογική νίκη, η συντριβή των αντιπάλων, ο συσχετισμός δυνάμεων).
Η αινιγματικότητα του –ζυγισμένα και αμφίσημα λόγια, απότομες και παράτολμες κινήσεις, περισσότερο σκοτάδι παρά φως στην προσωπική ζωή– ήταν μέρος του χαρακτήρα του, αλλά και πολιτικό εργαλείο, που θα μπορούσε μάλιστα να έχει δικαιωθεί, αν δεν είχε οδηγήσει στη μεγάλη υπαναχώρηση του σοσιαλισμού στην εξουσία (υπαναχώρηση που γρήγορα εξαπλώθηκε και στους αδελφούς της Ελλάδας και της Ισπανίας): την πλήρη απώλεια του ηθικού πλεονεκτήματος.
Σε τι συνίσταται, τότε, μετά από μια τόσο αντιφατική πορεία, το πολιτικό μεγαλείο του Μιτεράν; Δύσκολο να αναλυθεί με λόγια, καθώς μάλιστα η γλώσσα μας δεν διαθέτει το αντίστοιχο της γαλλικής έκφρασης που περισσότερο τού ταιριάζει: homme d’Etat. Άνθρωπος του δημόσιου βίου και του δημόσιου λόγου, με γνώση και περίσκεψη, με το γεωγραφικό και ψυχολογικό χάρτη της χώρας του και, επειδή πρόκειται για Γάλλο, της ανθρωπότητας διαρκώς στο μυαλό του, με λεπτολόγο ζύγισμα ρεαλιστικών ενδεχομένων πριν λάβει αποφάσεις, με πραγματικά και ουσιώδη βιώματα να βαρύνουν την κρίση του –πολέμους, διασπάσεις, πολιτικές φιλοσοφίες που κάηκαν στο καμίνι της Ιστορίας-, με μυαλό κοφτερό, έκφραση ακριβή, πλατείς ορίζοντες, ο Μιτεράν ήταν ένας πολιτικός που χαιρόσουν και πλούτιζες να παρακολουθείς.
Ανέδινε μια αίσθηση πυγμής, αλλά λόγω συγκρότησης όχι λόγω αυταρχισμού, βάρους και ιστορικότητας. Έδινε ουσία και υπόσταση στην ίδια την Πολιτική, η οποία έμοιαζε, κάποτε, να μην είναι ταυτισμένη με την επικοινωνιακή και ανούσια φρενίτιδα της σημερινής εποχής. Ίσως τελικά το μεγαλείο του Μιτεράν να οριοθετείται ακριβώς με βάση τη σύγκριση: επειδή οι επίγονοί του ήταν αυτοί που ήταν (ένας ασήμαντος Σιράκ, ένας νευρόσπαστος Σαρκοζί, ένας επαρχιώτης Ολάντ), επειδή η παγκόσμια σκηνή παράγει όλο και μικρότερους ηγέτες, όλο και πιο περίκλειστη πολιτική, όλο και πιο αφόρητη αντι-πνευματικότητα, επειδή σήμερα όποιος πονάει την Πολιτική ντρέπεται που μόνο όταν δεν μιλά ο Ομπάμα δεν ντρέπεται, γι’ αυτό ο Μιτεράν φαντάζει σαν πρωτεϊκή μορφή. Ίσως πάλι στο ίδιο συμπέρασμα να καταλήξει και η επίσημη ιστοριογραφία, όταν θα αποτιμήσει με την αναλυτικότητα και την ψυχραιμία που της ταιριάζουν την ουσιαστική πολιτική κληρονομιά του: τα μέτρα ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης στη Γαλλία (που δεν αναίρεσε η κατοπινή στροφή προς τη λιτότητα), τη συμβολή στην τόσο ατελή αλλά και τόσο αναγκαία ενοποίηση της Ευρώπης (για την οποία υπερέβη τον έμφυτο γαλλοκεντρισμό του και τη δυσπιστία του έναντι της Γερμανίας), το άνοιγμα της χώρας του στον κόσμο και του κόσμου σε μια άλλη, πιο ειρηνική ισορροπία (με πολιτικούς σαν κι αυτόν οι σημερινές κρίσεις έχουμε την αίσθηση ότι θα τύχαιναν πολύ λιγότερο μυωπικής αντιμετώπισης).
Ένα είναι βέβαιο: δίνοντας χρόνο στο χρόνο, ο Φρανσουά Μιτεράν νίκησε το χρόνο.