Είναι λίγες οι φορές που ένα μουσικό ρεύμα συνδέεται, σχεδόν ταυτίζεται, με το πρόσωπο του στιχουργού. Είμαστε στο 1978. Δίσκος: «Εκδίκηση της Γυφτιάς». Τραγούδι: «Τροχαίο» (ερμηνεία: Νίκος Παπάζογλου – Σοφία Διαμάντη). Στίχος: «Ντελαπάρισ’ η καρδιά μου / μες στο διάβα σου». Στο υπερφορτωμένο με πολιτικό πρόσημο μουσικό τοπίο, ο στίχος για πρώτη φορά μοιάζει να μη φοβάται το βίωμα του γράφοντος. Ενα ολόκληρο κλίμα απενοχοποίησης του λαϊκού αισθήματος έχει μόλις ξεκινήσει. Αν οι δύο Νικόλες (Ξυδάκης – Παπάζογλου) είναι οι βασικοί φορείς του νέου κλίματος, η παρέα της «Γυφτιάς» έχει ορατούς και αόρατους αυτουργούς. Τάσος Φαληρέας. Διονύσης Σαββόπουλος. Γιώργος και Δημήτρης Κοντογιάννης. Η ομάδα ανάβει τον φακό της απενοχοποίησης. Το φως όμως ανήκει στις ανάποδες, παράλογες λέξεις του νέου ρεύματος. Ο λόγος ανήκει στον Μανώλη Ρασούλη. Ο ίδιος έχει ήδη κάνει διακριτό το στίγμα του στα «Τραγούδια της Χαρούλας».
Εδώ όμως έχουμε τη σφραγίδα. Εμελλε να ακολουθήσει ο δίσκος «Τα δήθεν» για να σφραγιστεί ο νέος τρόπος. Ο νέος αστερισμός που δημιουργείται στο ελληνικό τραγούδι δεν περιορίζεται στους δύο παραπάνω δίσκους. Ο Χρήστος Νικολόπουλος και ο Πέτρος Βαγιόπουλος συνεργάζονται επίσης με τον Ρασούλη. Το κλίμα επεκτείνεται και μοιραία, όπως όλα τα αντισυστημικά κύματα, δαμάζεται και εκχωρείται στον κυρίαρχο λόγο. «Με το ΠΑΣΟΚ, η “Εκδίκηση της Γυφτιάς” γίνεται κεντρικό πολιτικό αίτημα. Οι άνθρωποι σαν τον Ρασούλη, που ήταν βασιλιάδες στον χώρο τους, στα περιοδικά τους, στα βιβλία τους, στα καφενεία τους, μετακινούνται στην κεντρική σκηνή. Τα τραγούδια που γράφτηκαν για άλλο λόγο χορεύονται και ακούγονται απ’ τη φανταρία της εποχής. Η λαϊκή επιρροή γίνεται θεσμική» μου λέει ο τραγουδοποιός Φοίβος Δεληβοριάς.
Η «ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ». Υπάρχει όμως πίσω και πέρα απ’ όλα αυτά μια κληρονομιά που αφήνει ο Ρασούλης. Και πέντε ακριβώς χρόνια από τον θάνατό του, μια συναυλία tribute στο Μέγαρο Μουσικής είναι απλά ένας λόγος για να ξαναθυμηθούμε και να ξανασκεφτούμε πάνω στον λόγο και τη συμβολή τού αιρετικού στιχουργού. Ο Φοίβος θα συμμετέχει στη βραδιά. Μιλάει ζεστά για τον Μανώλη: «Μετά το 1993 και τον θάνατο του Χρήστου Βακαλόπουλου με ενδιέφερε όλη η εποχή που είχε προηγηθεί. Αγόρασα παλιά τεύχη του περιοδικού “Ντέφι” όπου έγραφε και ο Ρασούλης. Βρήκα το δικό του περιοδικό “Αυγό”. Τα βιβλία του για τον Θεόφιλο Καΐρη ή τον Παντελή Πουλιόπουλο. Ο Ρασούλης άλλαξε όλη τη ροή με έναν καινούργιο λόγο. Χιούμορ σχεδόν κωλοπαιδίστικο. Κι ένα ηλιόλουστο αίτημα που έκρυβε μέσα του το “τίποτε δεν χάνεται”. Σαν να υπάρχει μια δύναμη στη Μεσόγειο». Το 1995-96 ο Φοίβος παίρνει μόνος το τρένο και πάει Θεσσαλονίκη να ακούσει τον Ρασούλη που εμφανίζεται στο Πλατό. «Βρήκα ένα μελαγχολικό άτομο. “Εχεις νικήσει” του έλεγα. Συνδεθήκαμε από τότε, όχι πολύ στενά. Ακούγοντας τα τραγούδια του ανιχνεύω τον έρωτα για τη ζωή. Οπως όταν ακούς Ντίλαν. Ολα αυτά που λέγονται και δεν λέγονται και καλείσαι να τα μαντέψεις. Ο Ρασούλης, ενώ μπορούσε να εξαργυρώσει τα “Τραγούδια της Χαρούλας” ή τη “Γυφτιά”, ενδιαφέρθηκε περισσότερο να στηρίξει τη δική του φιλοσοφική εμμονή. Μια δύναμη που ξεκινούσε απ’ τα μετόπισθεν της ζωής και όμως νικούσε. Ο Ρασούλης δούλεψε ακόμη και με τα σλόγκαν χωρίς να γίνει φτηνός».
Ηταν sui generis. Πολυγραφότατος. Ευαίσθητος. Ανθρωπος της προφορικότητας και των ιδεών. Αντιφατικός. Με εμμονές που συχνά τον αδικούσαν. Δήλωνε «δραματουργός». Λάτρευε τον γκουρού Οσο και τον Τρότσκι. Τον Καζαντζίδη και τον ΟΦΗ. Είχε τραυματιστεί στον Μάη του ’68. Είχε συμμετάσχει στους «Αχαρνής» του Σαββόπουλου. «Τον γνώρισα σε ένα υπόγειο στην Πλάκα όπου εμφανιζόταν με μια πλειάδα νέων τραγουδοποιών στους “Αχαρνής” του Σαββόπουλου. Με πήγε ο Ηλίας Λιούγκος. Μου ζήτησε να γράψουμε. Ερχόταν σπίτι μου. Αφηνε σημειώματα. Ηταν μια εποχή που ένα μέρος του κόσμου ανακάλυπτε πάλι τα ρεμπέτικα και τα παλιά λαϊκά με τις κομπανίες. Μέσα σε αυτόν τον προβληματισμό αρχίσαμε να γράφουμε. Εγραψα αρχικά το “Τρελή κι αδέσποτη”, μόνο τη μουσική, ως απάντηση στον Ρασούλη που μου έλεγε πως δεν μπορώ να γράψω λαϊκό. Ολος ο δίσκος ήταν μια διακριτική απάντηση στους πατέρες μας, όπως τον Χατζιδάκι» μου λέει ο συνθέτης Νίκος Ξυδάκης και συμπληρώνει: «Ο Ρασούλης έφερε κάποια πρωτόγνωρα στοιχεία στο τραγούδι. Το πρώτο ήταν ο αυτοσαρκασμός. Η κριτική – αυτοκριτική σε όλες τις ιδεολογίες σε μια έντονα πολιτικοποιημένη εποχή. Τα επόμενα χρόνια όλο αυτό το ρεύμα το κάλυψε μια τσιφτετελοποίηση. Κάναμε κάτι που ήταν στην κόψη του ξυραφιού. Οχι όμως παρωδία, αλλά με αγάπη στο λαϊκό. Ο λόγος του Ρασούλη ήταν παράδοξος αλλά είχε και μνήμη». Λείπει σήμερα ο Μανώλης. Οχι μόνο βιολογικά. «Τα τραγούδια του είχαν μια λύτρωση. Με έναν στίχο σού έδινε πολλούς μαζί συναισθηματικούς κόσμους. Κάθε τραγούδι του είχε συνείδηση. Πάντα προσαρμοζόταν στον κάθε συνεργάτη του. Πίστευε πολύ στην παρέα. Είχε όμως τη δική του στιχουργική συνείδηση. Το κάθε τραγούδι ήταν μια μικρή ταινία, ίσως επειδή είχε σπουδάσει και κινηματογράφο» μου λέει η κόρη του και τραγουδίστρια Ναταλία Ρασούλη. Το ρητό του Ρασούλη, εξάλλου, «συγκίνηση μεν, συνείδηση δε» θα επιχειρηθεί να αναβιώσει στη συναυλία στο Μέγαρο.