Σε μια συνέντευξη που έδωσε πριν από μερικές ημέρες για το Προσφυγικό, ο Πάνος Καμμένος δεν μπορούσε να κρύψει την ικανοποίησή του. «Η επιχείρηση του ΝΑΤΟ ανατολικά των νησιών μας», είπε, «σέβεται πλήρως τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας». Εντάξει, μπορεί να κλείσουν τα βόρεια σύνορά μας, μπορεί να μας διώξουν από τη Σένγκεν, μπορεί να γίνουμε μια τεράστια φυλακή προσφύγων, αλλά όλα αυτά είναι λεπτομέρειες. Σημασία έχει ότι πετύχαμε ο διοικητής της νατοϊκής δύναμης να μην είναι Τούρκος.

Ισως να μην υπάρχει στην εποχή μας πιο παρεξηγημένος όρος, και με πιο επικίνδυνη χρήση, από την «εθνική κυριαρχία». Είναι κάτι που εκχωρήσαμε σε ένα βαθμό όταν μπήκαμε στην ΕΟΚ, θυσιάσαμε λίγο περισσότερο όταν ενταχθήκαμε στην ευρωζώνη και παραδώσαμε σχεδόν ολοκληρωτικά όταν υπογράψαμε το πρώτο Μνημόνιο. Αδιάφορο: εξακολουθούν να πατούν πάνω της και να κερδίζουν ψήφους όχι μόνο η Ακρα Δεξιά (Χρυσή Αυγή και Ανεξάρτητοι Ελληνες), αλλά και το λαϊκιστικό κομμάτι της Αριστεράς. Στην πραγματικότητα, όλες οι χώρες της ΕΕ είναι σήμερα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, χώρες περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας. Ευτυχώς: σε αντίθετη περίπτωση, η ευρωπαϊκή ενοποίηση θα ήταν το πιο σύντομο ανέκδοτο.

Οχι πως δεν υπάρχει αυτός ο κίνδυνος. «Δεν αγαπώ τις Βρυξέλλες, αγαπώ τη Μεγάλη Βρετανία» δήλωσε προκλητικά ο Κάμερον μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας του με τους Ευρωπαίους. Μιας συμφωνίας σαφώς αντιευρωπαϊκής, αφού αποθαρρύνει την ελεύθερη μετακίνηση των εργαζομένων, καθιστά δυσκολότερη την εφαρμογή του φόρου στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, εξαιρεί οριστικά μια χώρα από τον στόχο της όλο και στενότερης ενοποίησης και κλείνει το μάτι σε άλλες χώρες που θα θελήσουν να ζητήσουν κι εκείνες εξαιρέσεις και να κάνουν δημοψηφίσματα. Μιας συμφωνίας που, ενισχύοντας την εθνική κυριαρχία των εκβιαστών, δημιουργεί επισήμως μια Ευρώπη δύο επιπέδων και πλήττει ευθέως το ευρωπαϊκό σχέδιο.

Με αυτή την έννοια, ο Τσίπρας δεν ήταν εκτός κλίματος όταν απείλησε να μπλοκάρει κάθε συμβιβασμό με τους Βρετανούς αν δεν του υπόσχονταν μια ανάσα λίγων ημερών στη Βόρεια Ελλάδα. Στην πράξη, βέβαια, δεν κέρδισε ούτε αυτό, όπως δείχνει η κατάσταση στην Ειδομένη. Του έμεινε όμως η εθνική κυριαρχία. Ή μάλλον η ψευδαίσθησή της.