Η αναδιάταξη του τηλεοπτικού πεδίου έχει ήδη συμπληρώσει είκοσι πέντε χρόνια ζωής. Σήμερα, για μια ακόμη φορά εξαγγέλλεται ότι θα αρχίσει η διαδικασία χορήγησης τηλεοπτικών αδειών κι αργότερα ραδιοφωνικών. Είναι γνωστό ότι η ελληνική ραδιοτηλεοπτική αναδιάταξη δεν έγινε με βάση κάποιο ολοκληρωμένο πρόγραμμα ή με κάποια οικονομοτεχνική μελέτη που θα διαπίστωνε ή θα προέβλεπε τα διαθέσιμα οικονομικά μεγέθη ή έστω τη δυνατότητα της αγοράς να καλύψει οικονομικά το πλήθος των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, χωρίς να επιφέρει επιζήμιες επιπτώσεις σε ολόκληρο το πεδίο των ΜΜΕ. Αντίθετα, όπως όλοι γνωρίζουμε, έγινε απρογραμμάτιστα, χωρίς υποδομή, πρόβλεψη ή σχεδιασμό. Στην ουσία εξέφραζε πολιτικές σκοπιμότητες και υπαγορευόταν από διάθεση εντυπωσιασμού. Η άνθηση των ηλεκτρονικών μέσων συνέβαλε στη ριζική μεταμόρφωση του επικοινωνιακού πεδίου της χώρας. Ομως η ελληνική απορρύθμιση συνδέθηκε περισσότερο με την τότε πολιτική συγκυρία παρά με κάποιον σχεδιασμό. Αλλωστε τα μέσα ενημέρωσης στη χώρα παραδοσιακά εμφανίζουν μια στενή σχέση με τις πολιτικές σκοπιμότητες. Η διαμάχη όσον αφορά τα ραδιοτηλεοπτικά ζητήματα για πολλά χρόνια είχε εστιαστεί στον κυβερνητικό έλεγχο και στη συχνή κυβερνητική παρέμβαση στα ενημερωτικά προγράμματα, κάτι που έχει αποτελέσει χαρακτηριστικό γνώρισμα της μεταπολιτευτικής περιόδου προκαλώντας παράλληλα εντάσεις στην κοινωνία.

Οι εντάσεις αυτές, που οφείλονται στην απουσία μιας ισχυρής «κοινωνίας πολιτών», έδωσαν τη δυνατότητα στην εκάστοτε κυβέρνηση να αποτελέσει έναν αυτόνομο και κυρίαρχο παράγοντα στην ελληνική κοινωνία, φαινόμενο το οποίο αντανακλάται και στη ραδιοτηλεόραση.

Καθώς τα μέσα ενημέρωσης αποτελούν αντανάκλαση της κοινωνίας στην οποία λειτουργούν, η στενή σχέση τους με την πολιτική εξουσία, ήταν αναπόφευκτη. Για παράδειγμα, ακόμη και στην περίπτωση του Τύπου, ο οποίος απολαμβάνει ένα φιλελεύθερο καθεστώς ρυθμίσεων, η εκάστοτε κυβέρνηση καθορίζει τη δράση του. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς εάν μελετήσει τους νόμους που αφορούν τα έντυπα μέσα ή την προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος, όπου παρέχεται στην πολιτική εξουσία η ευχέρεια να περιορίζει τον εποπτικό του ρόλο του Τύπου. Με έναν περισσότερο έμμεσο αλλά αποδοτικό τρόπο, η εκάστοτε κυβέρνηση δρα για να ενδυναμώσει αυτούς τους επίσημους νόμους από τη μια πλευρά, και τους άγραφους «κανόνες επιρροής» της εξουσίας (π.χ. κρατική διαφήμιση) από την άλλη.

Οσον αφορά τη ραδιοτηλεόραση, η πολιτική εξουσία έχει συνηθίσει όχι μόνο να παρεμβαίνει, αλλά και να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Κι όταν δεν μπορεί να το κάνει αυτό, όπως στην περίπτωση της κρατικής τηλεόρασης, εφαρμόζει τακτικούς ελιγμούς. Η χρήση πάντως τακτικών ελιγμών δεν σημαίνει ότι η πολιτική εξουσία κερδίζει τις μάχες εναντίον των αντιπάλων της. Για παράδειγμα, με την ψήφιση του νόμου 1730/1987, η κυβέρνηση από τη μια επέτρεψε την είσοδο των ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών και αναδιάρθρωσε την κρατική ραδιοτηλεόραση με τη συγχώνευση σε ενιαίο φορέα των δύο ΕΡΤ, αλλά από την άλλη έδωσε τη δυνατότητα ερμηνευτικής αμφισβήτησης όσον αφορά το κρατικό μονοπώλιο στην τηλεόραση.

Χαρακτηριστική ήταν η αδυναμία τής τότε κυβέρνησης να ανακαλύψει έναν αποτελεσματικό τακτικό ελιγμό, όπου θα προδιέγραφε με συνεκτικό τρόπο την είσοδο της ιδιωτικής τηλεόρασης και θα καθόριζε τις μελλοντικές εξελίξεις στο πεδίο. Αντίθετα, αντιμετώπισε την όλη κατάσταση με τρόπο αποσπασματικό.

Το εγχώριο τηλεοπτικό πεδίο κινδυνεύει να εισέλθει σε μια παρόμοια κατάσταση έπειτα από 25 χρόνια. Αν και η νομιμοποίηση του πεδίου είναι μια καθ’ όλα σεβαστή πολιτική, η υλοποίησή της εμφανίζει στοιχεία των ελιγμών του παρελθόντος. Δεν υπάρχει ή δεν ανακοινώνεται ποιο είναι το συνολικό σχέδιο. Θα υπάρχουν, λόγου χάρη, μόνον τέσσερις άδειες εθνικής εμβέλειας; Αυτές θα είναι γενικού περιεχόμενου; Θα υπάρχουν άλλες άδειες για κανάλια θεματικού περιεχομένου; Θα υπάρχουν άλλες για περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας; Θα υπάρχουν άδειες για τα κανάλια της δορυφορικής και διαδικτυακής τηλεόρασης (κι αν όχι, δεν προκαλείται ρυθμιστική ασυμμετρία;).

Στο παρελθόν η τακτική των ελιγμών οδήγησε τους αντιπάλους της κυβέρνησης να ανακαλύψουν ή να επινοήσουν διαδρόμους σε πεδία που δεν ανήκουν επακριβώς στο πλαίσιο του συμβατικού πολιτικού παιχνιδιού. Το επικοινωνιακό πεδίο, οι εργαζόμενοι, αλλά και πολύ περισσότερο η χώρα, δεν έχουν την πολυτέλεια ούτε τον χρόνο να ασχολούνται με τακτικούς ελιγμούς. Σύνεση, συναίνεση και οραματική πολιτική είναι το τρίπτυχο που πρέπει να καθορίσει το μέλλον του ελληνικού επικοινωνιακού πεδίου (κι όχι μόνον).