Ολα αρχίζουν από την επιλογή του Γιάνη Βαρουφάκη στη θέση του υπουργού Οικονομικών, του «αρχικού και ολέθριου» διαπραγματευτή. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, είναι η αρχή μιας χαοτικής και άκρως επικίνδυνης πορείας. Γιατί; Επειδή αποτελεί το πρώτο σημάδι ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν διέθετε κάποιο συγκροτημένο σχέδιο διαπραγμάτευσης, το οποίο ο Βαρουφάκης θα καλούνταν να υλοποιήσει. Ο Τσίπρας, γράφει ο Λούλης, υπερτίμησε τις ικανότητες του ειδικού της «θεωρίας των παιγνίων» και υποτίμησε τις αδυναμίες του. «Το πρόβλημα με τον Βαρουφάκη ήταν πολύ σοβαρό, διότι η αχίλλειος πτέρνα του ήταν αυτή καθαυτή η προσωπικότητά του» σημειώνει. Στο βιβλίο ο πρώην υπουργός Οικονομικών περιγράφεται ως άνθρωπος με εντονότατη έπαρση, ακατάπαυστη ροπή προς την υπερβολή και αυτοκαταστροφικό πάθος, ακατάλληλος ως διαπραγματευτής. «Παρόμοιες αυτάρεσκες προσωπικότητες δεν ελέγχουν τις αντιδράσεις τους… Το εγώ τους σφραγίζει τα πάντα» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
ΤΕΛΙΚΑ, ΓΙΑ ΟΛΑ ΦΤΑΙΕΙ Ο ΒΑΡΟΥΦΑΚΗΣ; Η απάντηση του Γιάννη Λούλη είναι αρνητική. Οσο μοιραίος ήταν ο Βαρουφάκης –η τακτική του «υψηλού ρίσκου» που είχε επιλέξει οδηγούσε μόνο σε ρήξη –τόσο μοιραία ήταν και η επιλογή του Τσίπρα. Ο τελευταίος, ο οποίος «ως εικόνα και παρουσία ήταν η προσφερόμενη εκδοχή του “αντισυστήματος”» προφανώς δεν ήταν άμοιρος ευθυνών. Το κρίσιμο ζήτημα για τον Αλέξη Τσίπρα κατά τον συγγραφέα ήταν να απεγκλωβιστεί από τα συρματοπλέγματα της ρητορικής του και τις ιδεοληπτικές παρωπίδες του ίδιου και του επιτελείου του. «Ηταν πάντως ένας πολιτικός που διαρκώς μάθαινε. Εστω κι αν αναγκαζόταν να μαθαίνει μέσα από τα λάθη που κόστισαν στη χώρα» επισημαίνεται στο βιβλίο, ενώ σε άλλο σημείο ο Λούλης γράφει πως «όσο τυχοδιωκτική ήταν η κίνηση του δημοψηφίσματος τόσο συνετή ήταν η αναδίπλωση του Αλέξη Τσίπρα».
ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ. Στο βιβλίο ο συγγραφέας παρατηρεί ότι η πρώτη αριστερή κυβέρνηση «απέπνεε ερασιτεχνισμό από όλους τους πόρους της. Ηταν μια κυβέρνηση… προεκλογικής κοπής που προσπαθούσε να προσαρμοσθεί σε ένα ρόλο που την είχε αιφνιδιάσει και τον οποίο έμοιαζε να μην ξέρει τι να τον κάνει». Υπήρχε μία αίσθηση προσδοκίας, λέει ο Γιάννης Λούλης, ότι δηλαδή ο Αλέξης Τσίπρας ως φρέσκος και νέος πολιτικός θα άλλαζε το κράτος.
Εχει περάσει σχεδόν ενάμισης χρόνος, τι έχει αλλάξει; «Ώς τώρα δεν έχουμε δείγματα γραφής ότι το κράτος πάει να εκσυγχρονιστεί. Εχουμε μόνο διακηρύξεις» απαντά ο συγγραφέας. Φανερά απαισιόδοξος, υποστηρίζει μάλιστα πως το καλό σενάριο για τη χώρα περιορίζεται πλέον στο «να σερνόμαστε» και το κακό «να εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε ένα τέλμα». Η ανησυχία του Λούλη έγκειται κυρίως στο ότι τα βασικά συμπτώματα – παθογένειες που οδήγησαν τη χώρα στην κρίση εξακολουθούν να αιωρούνται. Ωστόσο εκτιμά πως ο κίνδυνος ενός Grexit έχει χαθεί από τον ευρωπαϊκό ορίζοντα.
ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ. Οι εκτιμήσεις του Γιάννη Λούλη στα προηγούμενα βιβλία του για την ελληνική κρίση ήταν ακριβείς. Για παράδειγμα, στη «Μεγάλη Τιμωρία», δηλαδή οκτώ μήνες πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, ο πολιτικός αναλυτής έγραφε για νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. «Ούτε προφητεία ήταν, ούτε κάποια περίπλοκη σκέψη» θα πει αργότερα, «απλώς μια διαδρομή κοινού νου».
Τηρουμένων των αναλογιών, το πιο πιθανό σενάριο στον επόμενο γύρο της πολιτικής ζωής είναι να χάσει τις εκλογές ο Αλέξης Τσίπρας. Ακόμα κι έτσι όμως, λέει ο Γιάννης Λούλης, δεν φαίνεται να γίνεται άλλος ένας αναλώσιμος πρωθυπουργός των Μνημονίων. Κι αυτό γιατί, όπως εκτιμά, δεν υπάρχει σαρωτικό ρεύμα απέναντί του. Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο μόνος κυρίαρχος όπως και στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Η φθορά και η πτώση του, λέει, δεν θα εξαρτηθούν από την αξιωματική αντιπολίτευση παρά μόνο από τον ίδιον. Δηλαδή από την πιθανότητα να αυτοκαταστραφεί.
Στη ΝΔ η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτελεί θετική εξέλιξη για τον συγγραφέα. Με μία μόνο επισήμανση: «αν δεν αλλάξει το κόμμα, θα τον καταπιεί».
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ. Η εμπειρία του Λούλη από την Κύπρο, όπου δραστηριοποιείται επαγγελματικά, βοηθά να κατανοήσει κανείς γιατί εκεί αρχίζει να ξεπερνιέται η κρίση του τραπεζικού συστήματος. Η βασική διαφορά της με την Ελλάδα είναι πως το πολιτικό προσωπικό της λειτουργεί περισσότερο συναινετικά και λιγότερο πελατειακά. Επιπλέον το οικονομικό μοντέλο της, δομημένο στις βρετανικές επιρροές, είναι περισσότερο προσαρμοστικό κι ευέλικτο, ενώ το κράτος χαρακτηρίζεται από συνέχεια. «Στην Ελλάδα φεύγει ο υπουργός, φεύγουν και οι φίλοι του από το υπουργείο! Στην Κύπρο δεν υπάρχουν μετακλητοί· επιπλέον, ο υπάλληλος πληρώνεται από την τσέπη του υπουργού» παρατηρεί.