Ο γενικός εισαγγελέας της Βραζιλίας Ροντρίγο Τζανότ πρότεινε την Παρασκευή στο ανώτατο δικαστήριο της χώρας να ακυρώσει την είσοδο του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα στην κυβέρνηση της προέδρου Ντίλμα Ρουσέφ, εκτιμώντας ότι πρόκειται για ένα πρόσχημα ώστε ο Λούλα να αποφύγει τη δικαιοσύνη λόγω της εμπλοκής του ονόματός του στο σκάνδαλο Petrobras.
Ο γενικός εισαγγελέας αναφέρει σε μήνυμα που απηύθυνε στο ανώτατο δικαστήριο ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία που βεβαιώνουν ότι «υπήρξε μια εκτροπή στο κίνητρο του προεδρικού διατάγματος», με το οποίο ο πρώην αρχηγός του κράτους (2003-2010) διορίστηκε στα μέσα Μαρτίου προσωπάρχης της κυβέρνησης, αξίωμα ισότιμο του πρωθυπουργού.
Παράλληλα, η πρόεδρος Ρουσέφ, η οποία κινδυνεύει με αποπομπή, δήλωσε σήμερα έτοιμη να διαπραγματευτεί μια «μεγάλη συμφωνία» για να αρθεί το αδιέξοδο στη Βραζιλία, που θα επιτευχθεί μέσα από τον «σεβασμό στη λαϊκή ψήφο» και μια «απαραίτητη πολιτική μεταρρύθμιση».
«Η Βραζιλία χρειάζεται μια μεγάλη συμφωνία», δήλωσε στη Μπραζίλια η μη δημοφιλής ηγέτις της αριστεράς δέκα ημέρες πριν από την κρίσιμη ψηφοφορία στο κοινοβούλιο για ενδεχόμενη αποπομπή της.
Κατηγορούμενη για παραποίηση των δημοσιονομικών στοιχείων το 2014 –χρονιά που επανεξελέγη– και αρχές του 2015, η Ρουσέφ δεν σταματά να καταγγέλλει μια “απόπειρα θεσμικού πραξικοπήματος” χωρίς σταθερή νομική βάση που οργανώνεται από μια αντιπολίτευση που δεν έχει αποδεχθεί την εκλογική της ήττα το 2014.
“Μια συμφωνία πρέπει να έχει ως αφετηρία τον σεβασμό της λαϊκής ψήφου και μια αναγκαία και απαραίτητη πολιτική μεταρρύθμιση. Αυτή τη συμφωνία επιδιώκω”, επέμεινε η πρόεδρος.
Η Ρουσέφ δεν διευκρίνισε ποια συμφωνία ή ποια πολιτική μεταρρύθμιση επιδιώκει, ούτε ποια μέθοδο προτίθεται να χρησιμοποιήσει.
Αλλά οι δηλώσεις της απηχούν πρόσφατες εκκλήσεις πολιτικών προσωπικοτήτων για προκήρυξη νέων εκλογών ώστε να εκτονωθεί η πολιτική κρίση που παραλύει τη χώρα, μεσούσης της οικονομικής ύφεσης.
Η δυνατότητα αυτή δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα, το οποίο αναμένεται για τον λόγο αυτό να τροποποιηθεί με ψηφοφορία στην οποία απαιτείται μια πλειοψηφία δύο τρίτων του κοινοβουλίου.