Την ανεπάρκεια του διεθνούς δικαίου και κατ’ επέκταση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης να διασφαλίσει την προσφυγή στη Δικαιοσύνη και να αξιώσει την καταβολή επανορθώσεων στα θύματα των ανθρωπιστικών παραβιάσεων κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής αναδεικνύει με δηλώσεις του στα «ΝΕΑ» ο αντιπρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης Αντουλκάβι Αχμέτ Γιουσούφ.

«Το δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη των θυμάτων παραβίασης θεμελιωδών ανθρωπιστικών δικαιωμάτων δεν θα πρέπει να γίνεται θυσία στον βωμό της ετεροδικίας των κρατών» δήλωσε ο δικαστής Γιουσούφ, μιλώντας για την πολύκροτη υπόθεση της διένεξης Γερμανίας – Ιταλίας σχετικά με τις αποζημιώσεις θυμάτων για τις καταστροφές που υπέστησαν κατά τον πόλεμο από τους Ναζί. Η υπόθεση, η οποία ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2012 και στην οποία παρενέβη η Ελλάδα, αφορούσε άμεσα και τα θύματα του Διστόμου.

Ηταν μια απόφαση-σταθμός, που εμπόδισε καταλυτικά τη μετέπειτα προσπάθεια διεκδίκησης πολεμικών επανορθώσεων από θύματα παραβιάσεων ανθρωπιστικών δικαιωμάτων, απόφαση η οποία «καταδικάζεται» σήμερα από τον αντιπρόεδρο του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ο οποίος ήταν ένας εκ των δεκαπέντε δικαστών της υπόθεσης.

«Είναι θεμιτή η ανάγκη σεβασμού της ετεροδικίας των κρατών» επεξήγησε ο ανώτατος δικαστής, αναφερόμενος στην αρχή τηςετεροδικίας, η οποία πρακτικά σημαίνει ότι ένα κράτος δεν μπορεί να «δικαστεί» στα δικαστήρια ενός άλλου κράτους και αποτελεί βασική αρχή του διεθνούς δικαίου, ενώ αφορά εκατοντάδες και ποικίλες υποθέσεις και δεν περιορίζεται μόνο στο θέμα των γερμανικών επανορθώσεων.

Την αρχή αυτή επικαλέστηκε η Γερμανία προσφεύγοντας στο Δικαστήριο της Χάγης εναντίον της Ιταλίας, όπου δικαστικές αποφάσεις είχαν δικαιώσει θύματα παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τους Ναζί και αξίωναν επανορθώσεις από το Βερολίνο.

Εντούτοις, σημείωσε ο ανώτατος δικαστής, «οι όποιες αποφάσεις θα πρέπει να παρέχουν το δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη ιδιωτών σε περιπτώσεις έλλειψης άλλων μέσων αποκατάστασης της αδικίας».

«Διότι εφόσον οι άνθρωποι αυτοί, που υπέφεραν, δεν μπορούν να προσφύγουν σε γερμανικά δικαστήρια και δεν μπορούν να αποζημιωθούν από τους Γερμανούς, θα πρέπει να διασφαλιστεί ένα “παράθυρο”, μια εναλλακτική διευθέτησης της υπόθεσής τους και αποκατάστασης της δικαιοσύνης».

Κατά τον ανώτατο δικαστή, με την απόφαση του 2012 το Δικαστήριο της Χάγης «δεν άδραξε μια μοναδική ευκαιρία για να αποσαφηνίσει τον νόμο και να αποφανθεί σχετικά με την επίδραση που μπορεί να έχει η απουσία άλλων διορθωτικών οδών για τις αποζημιώσεις σχετικά με την ασυλία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων». Είχε, άλλωστε, διαφωνήσει με την πλειοψηφία του Δικαστηρίου, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων και «το περιορισμένο πεδίο του ζητήματος που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο», χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πραγματική κατάσταση της ζωής των θυμάτων, τα οποία επιπλέον δεν είχαν εναλλακτικούς τρόπους διεκδίκησης των αιτημάτων τους.

«Ο λόγος που με οδήγησε σε μειοψηφούσα γνώμη», επεξήγησε στα «ΝΕΑ» ο Γιουσούφ, «δεν ήταν μόνο διότι τα θύματα δεν είχαν δικαίωμα να παρουσιαστούν ενώπιον των τοπικών δικαστηρίων, αλλά διότι δεν τους δόθηκε εναλλακτικό δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη».

Κατά τον σημερινό του αντιπρόεδρο, ουσιαστικά το Δικαστήριο της Χάγης κατηύθυνε την ανάλυσή του σε ένα γενικότερο ζήτημα ασυλίας. Υπογραμμίζει δε ότι θα πρέπει να υπάρχει ισορροπία μεταξύ της αρχής της ετεροδικίας, της προστασίας των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των αρχών του ανθρωπιστικού δικαίου όταν οι δικαιοδοσίες της ετεροδικίας έρχονται σε σύγκρουση με τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, το δικαίωμα αποζημίωσης για τις ζημιές που υπέστησαν τα θύματα ως αποτέλεσμα της παραβίασης του ανθρωπιστικού δικαίου και το δικαίωμα προστασίας από την αρνησιδικία, επισήμανε ο Γιουσούφ.

Η αναγνώριση του ατομικού δικαιώματος των θυμάτων σε τέτοιες περιπτώσεις σοβαρών παραβιάσεων ανθρωπιστικού δικαίου και δικαιωμάτων του ανθρώπου είναι, πάντως, ένας τομέας στον οποίο το διεθνές δίκαιο σαφώς εξελίσσεται, σημείωσε ο σομαλός δικαστής. Παραδέχτηκε, όμως, εμμέσως ότι το Δικαστήριο της Χάγης, παρότι είναι το κύριο δικαστικό όργανο των Ηνωμένων Εθνών, δεν παρέχει καθοδήγηση σχετικά με αυτή την εξέλιξη. «Ο διάλογος αναπτύσσεται κυρίως στο πλαίσιο δικαστηρίων που αφορούν άμεσα τα ανθρώπινα δικαιώματα». Αλλά ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς, κατά τον ανώτατο δικαστή. «Ωστόσο, θα πρέπει να υπάρξει δικαίωση και στην περίπτωση των γερμανικών επανορθώσεων μέσω άλλων διαδικασιών» τόνισε, παραπέμποντας εμμέσως στην ανάγκη επαναφοράς αλλά και επίλυσης του ζητήματος σε πολιτικό και διακρατικό ενδεχομένως επίπεδο συνεννόησης.