«Επρεπε να ‘μαι ευτυχισμένη αλλά δεν είμαι» εξομολογείται η Ανγκούστιας στη μητέρα της. Και εκείνη της απαντά: «Το ίδιο κάνει».

Στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα η ευτυχία είναι μια χαμένη ευκαιρία, μια χαμένη λέξη. Μετά τον θάνατο του πατέρα, ζουν στο σπίτι, υπό τον ζυγό της αυταρχικής μάνας, γυναίκες, πολλές γυναίκες: η μητέρα της Μαρία Χοσέφα, οι πέντε κόρες της (Ανγκούστιας, Μαγκνταλένα, Αμέλια, Μαρτίριο, Αντέλα), η έμπιστή της η Πόνθια, μια υπηρέτρια και κάπου τριγύρω οι γειτόνισσες. Ο άνδρας είναι απών αλλά διαρκώς παρών στα λόγια, στις σκέψεις, στα όνειρα, στις επιθυμίες. Γι’ αυτό και ο Πέπε Ρομάνο, ο αρραβωνιαστικός της μεγαλύτερης, γίνεται το αντικείμενο του πόθου όλων και η αιτία της τραγωδίας.

Ο ισπανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Federico del Sagrado Corazon de Jesus Garcia Lorca, 1898-1936) στη σύντομη ζωή του αναδείχθηκε ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πρωτίστως ποιητής, έμελλε να μεταμορφωθεί σε σημαντικό δραματουργό με την Τριλογία της Ισπανικής Υπαίθρου, που έγραψε προς το τέλος της ζωής του: «Γέρμα», «Ματωμένος Γάμος» και «Το σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα», το κύκνειο άσμα του, που γραμμένο το 1936 παρουσιάστηκε σχεδόν μια δεκαετία αργότερα (1945).

Δημοκρατικός στις πεποιθήσεις του, ο Λόρκα δολοφονήθηκε το καλοκαίρι του ’36 κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο από καθεστωτικούς του Φράνκο. Οπως έγινε γνωστό, έριξαν το πτώμα του σε ομαδικό τάφο κοντά στη Γρανάδα. Εδώ και δεκαετίες, τόσο οι ισπανικές Αρχές όσο και ιστορικοί αναζητούν κατά καιρούς τον τόπο της ταφής του, χωρίς ωστόσο να έχουν καταλήξει σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. Η υπόθεση παραμένει μυστήριο.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ. Στο Βρυσάκι, σε αυτόν τον ιδιαίτερο σκηνικό χώρο στην Πλάκα, ο Ενκε Φεζολάρι έστησε το δικό του «Σπίτι». Ο 35χρονος σκηνοθέτης, που γεννήθηκε στην Αλβανία και μετανάστευσε στη χώρα μας μαζί με τη μητέρα του σε ηλικία δέκα ετών, επέλεξε το συγκεκριμένο θέατρο για να το εκμεταλλευτεί –και πολύ καλά έκανε. Το διώροφο παραδοσιακό κτίριο της Πλάκας, με τις σκάλες, τα παράθυρα και την αυλή του, έγινε ο τόπος εγκλεισμού της ψυχής (και όχι μόνον) αυτών των γυναικών. Προοίμιο της επερχόμενης δικτατορίας, η Μπερνάρντα Αλμπα γίνεται το πρόσωπο της τυραννίας.

Με έντονα αλμοδοβαρικά στοιχεία που δεν ανταποκρίνονται στην ουσία του έργου, ο σκηνοθέτης κινήθηκε σε μια λεπτή γραμμή, πάνω στην οποία η ισορροπία ήταν ζητούμενο –όχι πάντα κερδισμένο. Ποικιλία στο ύφος και στην ατμόσφαιρα, άρα και έλλειψη ομοιογένειας, με ερμηνείες ενίοτε υπερβολικές και κοστούμια χωρίς ενιαία ταυτότητα, όλα αυτά μαζί κράτησαν μετέωρη την παράσταση από την οποία οι σιωπές και οι παύσεις δεν βρήκαν τόπο να φανούν. Κι ας είναι τόσο απαραίτητες σε αυτή τη σύγχρονη τραγωδία. Ο γρήγορος ρυθμός στις εναλλαγές των σκηνών μαζί με τα τρεξίματα των ηθοποιών δεν επέτρεψαν στην ποίηση του Λόρκα να λειτουργήσει στο πλήρες μέγεθός της.

Τις πιο δυνατές ερμηνείες μοιράστηκαν η Μαρτίριο και η Αντέλα (Βίκυ Παπαδοπούλου και Χριστίνα Χειλά – Φαμέλη, αντιστοίχως), ενώ μια ειρωνεία στην αντιμετώπιση της Μπερνάρντα Αλμπα από την Ιωάννα Μαυρέα στέρησε από τον βασικό ρόλο το βάθος και την τραγικότητά του. Ηθοποιός με δυνατότητες η Μαυρέα, εγκλωβίζεται σε μια μανιέρα που δεν κουμπώνει με όλους τους ρόλους.

Μετάφραση: Μαρία Σκαφτούρα

Σκηνοθεσία και μουσική επιμέλεια: Ενκε Φεζολάρι

Φωτισμοί: Ελίζα Αλεξανδροπούλου

Δραματολογική επεξεργασία: Ναταλί Μηνιώτη

Κοστούμια και επιμέλεια σκηνικού χώρου: Χριστίνα Κωστέα

Παίζουν: Ιωάννα Μαυρέα, Μαρία Σκαφτούρα, Δήμητρα Κολλά, Χριστίνα Χειλά – Φαμέλη, Βίκυ Παπαδοπούλου, Αγάπη Παπαθανασιάδου, Βέφη Ρέδη, Φρύνη Θετάκη, Ξανθή Κρανίδη.

Πού: Δευτέρα, Τρίτη & Τετάρτη στο Βρυσάκι (Βρυσακίου 17, Πλάκα, τηλ. 210-3210.179) στις 21.30, ως 29/6.