Το δημοψήφισμα της Βρετανίας και το αποτέλεσμά του ήταν μια συμπύκνωση των δραματικών αντιθέσεων της εποχής μας. Μια χώρα διαιρεμένη ως προς την επιλογή, κοινωνικά και εθνικά ρήγματα που καταλήγουν σε έναν πολιτικό δυϊσμό, μια πολιτική καμπάνια γεμάτη ψέματα –στη χώρα μάλιστα του ορθολογισμού και του εμπειρισμού -, παγκόσμιες ελίτ και Αρχές από τη Δύση και την Ανατολή που συμβουλεύουν χωρίς να ακούγονται. Φαινόμενα που συναντάμε πια σε διάφορα μήκη και πλάτη. Ασφαλώς ήταν μια πολιτική σύγκρουση σε μια ευρωπαϊκή χώρα με διακύβευμα την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλά ας μη γελιόμαστε, τα προβλήματα δεν πηγάζουν μόνο από τις αδυναμίες του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, ούτε οριοθετούνται στον ευρωπαϊκό χώρο. Απλώς η «Ευρώπη» χρησιμεύει σαν μαγνήτης κάθε είδους διαμαρτυρίας και αγανάκτησης. Ορθώς λοιπόν το κύμα λαϊκισμού που κατακλύζει τα δυτικά, πρωτίστως, πολιτικά συστήματα έχει έρθει στο επίκεντρο του δημόσιου λόγου. Πόσω μάλλον αν προσθέσουμε την αυταρχική στροφή με όχημα τον εθνικολαϊκισμό που παίρνουν πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και σημαντικά κράτη όπως η Ρωσία και η Τουρκία.
Υπάρχουν φωνές στον δημόσιο και τον επιστημονικό χώρο που αντιμετωπίζουν θετικά το λαϊκιστικό φαινόμενο θεωρώντας το μία από τις προσφερόμενες στρατηγικές για την Αριστερά. Τα προβλήματα όμως με τον «προοδευτικό λαϊκισμό» δεν είναι λίγα. Πρώτον, ο πολιτικός του λόγος συγγενεύει πολύ πια με τον ακροδεξιό. Δεύτερον, τα καθεστώτα του «προοδευτικού λαϊκισμού» αποδεικνύονται ενίοτε καταστροφικά, όπως στη Βενεζουέλα. Τρίτον, στον ευρωπαϊκό χώρο ο «προοδευτικός λαϊκισμός» αποδεικνύεται ένα επιτυχές εργαλείο προκειμένου η αντιπολίτευση να πάρει την εξουσία για να καταπατήσει έπειτα, ως κυβέρνηση, τις δεσμεύσεις με πρωτοφανή κυνισμό.
Το ευρύ όμως λαϊκιστικό κύμα έχει συντηρητικές, ακροδεξιές, ξενοφοβικές, αντιευρωπαϊκές, αντιπνευματικές, συνωμοσιολογικές και σεξιστικές αντιλήψεις. Ορθώς λοιπόν αποτελεί αντικείμενο ανησυχίας και κριτικής. Λέγεται συχνά ότι ο λαϊκισμός είναι το σύμπτωμα και όχι η ασθένεια. Αυτό μπορεί να ήταν αλήθεια όταν η επιρροή του ήταν περιορισμένη. Σήμερα όμως έχει εξελιχθεί σε δηλητήριο που απειλεί να σκοτώσει τον «πολιτισμό της δημοκρατίας». Παρά ταύτα, η κριτική θα αστοχήσει αν θεωρήσει το λαϊκιστικό φαινόμενο αφετηριακό πρόβλημα ή τελική αιτία της σημερινής κρίσης των δυτικών πολιτικών συστημάτων. Και η πολιτική αντιμετώπισή του θα αυτοϋπονομευτεί αν στηριχτεί σε ένα δίπολο εκσυγχρονισμού – λαϊκισμού ή «φωτισμένου» φιλελευθερισμού – «καθυστερημένου» λαϊκισμού. Η πολιτική και η κριτική πρέπει να ανοίξουν το «μαύρο κουτί» του λαϊκισμού στις διεθνείς και τις εθνικές του διαστάσεις. Σημαντικοί μελετητές του λαϊκισμού υποστηρίζουν ότι αυτός θέτει σωστά ερωτήματα ως προς τα ελλείμματα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά δίνει λάθος απαντήσεις. Και πάλι αυτή θα ήταν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση αν ο λαϊκισμός παρέμενε ένα περιορισμένο φαινόμενο. Σήμερα όμως προέχει να ακυρώσουμε αυτή τη δήθεν χρησιμότητα του λαϊκισμού. Και τούτο είναι δυνατόν. Οι πολιτικές κουλτούρες της σοσιαλδημοκρατίας, της ανανεωτικής Αριστεράς, του φιλελευθερισμού και του δημοκρατικού συντηρητισμού δεν έχουν ανάγκη τον λαϊκισμό προκειμένου να καταλάβουν ποια είναι σήμερα τα «σωστά ερωτήματα». Εχουν πολύ πιο πλούσια θεωρητικά και ιστορικά εφόδια για να τα διατυπώσει η καθεμία με τον τρόπο της. Αρκεί βεβαίως να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων ή, μάλλον, να αντιληφθούν το βάθος της σημερινής κρίσης.
Βάθος που προσδιορίζεται από τρία μεγάλα προβλήματα των δημοκρατικών συστημάτων, τα οποία καταλήγουν σε τρία αντίστοιχα ερωτήματα. Το πρώτο πρόβλημα είναι η διάρρηξη της υγιούς αλληλεπίδρασης μεταξύ ηγεσιών και πολιτών, αλληλεπίδραση που στη μεταπολεμική Δύση εξασφάλιζαν τα μαζικά κόμματα και οι μεγάλες πολιτικές ιδεολογίες. Το ξέρουμε από τον Αριστοτέλη και την αθηναϊκή δημοκρατία του Περικλή ότι η δημοκρατική διαδικασία προϋπέθετε πάντα ελίτ που διέθεταν κύρος αλλά και ελεγχόμενη ισχύ ώστε να μην εκφεύγουν του λαϊκού ελέγχου. Τα τελευταία χρόνια έχουμε ελίτ με μειωμένο κύρος και ανεξέλεγκτη ισχύ. Και η κομματική πολιτική υποβαθμίζεται σταθερά σε δημαγωγία, καιροσκοπισμό, επικοινωνία και χάπενινγκ. Κοντολογίς, βούτυρο στο ψωμί των λαϊκιστών. Ερώτημα: Πώς θα μπορέσει η πολιτική να προσφέρει και πάλι ένα σταθερότερο πλαίσιο σύνδεσης θεσμών – πολιτών; Μπορούν οι μεγάλες πολιτικές κουλτούρες της Δύσης να επανεφεύρουν την πολιτική ώστε να συνδυάζει διαφανή κοινωνικά συμφέροντα και συναισθήματα, παραδόσεις, επεξεργασμένες μνήμες και σχέδια βασισμένα σε ρεαλιστικές υποσχέσεις για το μέλλον της χώρας;
Το δεύτερο πρόβλημα που οξύνει το προηγούμενο είναι η επανεμφάνιση μιας αύξουσας απόκλισης καπιταλισμού και δημοκρατίας. Στη μεταπολεμική Δύση η ορμητική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η αύξηση του πλούτου συνδυάστηκε με τη γενική αύξηση του βιοτικού επιπέδου, τη μείωση των ανισοτήτων, την κοινωνική άνοδο ευρύτατων στρωμάτων και τη διεύρυνση της συμμετοχής. Αντιθέτως, η αισιοδοξία ότι η παγκοσμιοποίηση μετά το τέλος του διπολισμού θα επέφερε τη διάδοση του δημοκρατικού καπιταλισμού αποδείχτηκε ανεδαφική. Η κυριαρχία τού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου προσέφερε άφθονο χρήμα, εύκολο δανεισμό, αλλά και επισφάλεια, φούσκες και αλλεπάλληλες κρίσεις που κορυφώθηκαν το 2008. Οι παγκόσμιες ανισότητες μειώθηκαν χάρη στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου των ανερχόμενων οικονομιών, αλλά οι ανισότητες στον παλαιό δυτικό κόσμο αυξήθηκαν, αλλού πολύ, αλλού λιγότερο. Προστέθηκε όμως και η γενική επισφάλεια που προκαλούν οι μεγάλες τεχνολογικές αλλαγές. Οι χαμηλής ειδίκευσης μισθωτοί είναι τα θύματα των αλλαγών και γι’ αυτό στηρίζουν μαζικά τις λαϊκιστικές δυνάμεις. Εξάλλου, οι προσδοκίες κοινωνικής ανόδου έχουν εκμηδενιστεί παρά τη μαζικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης και αυτό τροφοδοτεί το γενεαλογικό χάσμα. Ερώτημα: Μπορούν οι μεγάλες πολιτικές παρατάξεις της Δύσης να αναζητήσουν μια νέα συνέργεια καπιταλισμού και δημοκρατίας όπως είχαν κάνει στο παρελθόν; Είναι επίκαιρο ένα νέο new deal;
Το τρίτο πρόβλημα είναι η αυξανόμενη ένταση μεταξύ παγκοσμιοποίησης και τάσεων επανεθνικοποίησης της πολιτικής υπό την πίεση των πιο αδύναμων τμημάτων των δυτικών κοινωνιών. Αυτό είναι το αποφασιστικό χαρτί των λαϊκιστών κάθε είδους. Με τη σημερινή δυναμική οι δυτικές κοινωνίες κινούνται μεταξύ μιας αυταπάτης και μιας ψευδούς υπόσχεσης. Αυταπάτη είναι να πιστεύουμε ότι η οικονομική παγκοσμιοποίηση και οι επελθούσες μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές ισχύος μεταξύ Δύσης και Ανατολής μπορούν να συνεχιστούν ανεμπόδιστα χωρίς μείζονες κρίσεις. Ψευδής και αδιέξοδη είναι η υπόσχεση επιστροφής σε μια αδύναμη εθνική κυριαρχία. Ερώτημα: Για πόσο ακόμα οι μεγάλες πολιτικές κουλτούρες της Δύσης θα υπεκφεύγουν την ανάγκη συλλογικής ρύθμισης της παγκοσμιοποίησης σε έναν κόσμο που δεν έχει πλέον ηγεμονική δύναμη να την επιβάλει, όπως είχαν κάνει στο παρελθόν η Βρετανία τον 19ο αιώνα και οι ΗΠΑ τον 20ό;
Η Ευρώπη που, κατά τον κοινό τόπο, έχει μπει σε αχαρτογράφητα νερά έρχεται πια αντιμέτωπη με αυτό το δίλημμα. Η Ενωση και το ευρώ περιείχαν την υπόσχεση προστασίας των χωρών – μελών από την αχαλίνωτη παγκοσμιοποίηση, εξελίχθηκαν όμως σε επιταχυντές της χωρίς να προσφέρουν ικανοποιητικά αντίβαρα. Ερώτημα: Μετά το σοκ του βρετανικού δημοψηφίσματος, πώς θα ξανασυζητήσουν οι μεγάλες πολιτικές κουλτούρες τις τύχες του ευρωπαϊκού εγχειρήματος κάνοντάς το εργαλείο ρύθμισης της παγκοσμιοποίησης;
στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας
του Παντείου Πανεπιστημίου