Ο Γιόζεφ Ροτ υπερασπίζεται αυτό που καταπίνει το αδηφάγο Ιντερνετ. Αυτό που χάνεται στην ιντερνετική ατμόσφαιρα των blogs είναι για τον πλάνητα των αρχών του περασμένου αιώνα η ουσία της ζωής των μητροπόλεων: η εφημερίδα.

Ως συνήγορος υπεράσπισης έρχονται τα κείμενα των επιφυλλίδων του, δημοσιευμένα στις εφημερίδες του Βερολίνου, να μιλήσουν για την αξία αυτής της αναγνωστικής συνήθειας. Φθάνουν σήμερα στο πεδίο της σύγχρονης αντιπαράθεσης απόψεων και ύφους για να φωτίσουν την αξία της καθημερινής καταγραφής των απλών πραγμάτων και των χαμηλών τόνων, που χωράνε στο ευτελές χαρτί εφημερίδας.

Η εύφορη συνθήκη

Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αυτή η πληγωμένη εποχή της γερμανικής ιστορίας είναι για τον Γιόζεφ Ροτ η εύφορη συνθήκη για να θυμώσει με την άφιξη της νεωτερικότητας, να πικραθεί με τον αυταρχισμό της εξουσίας, να διαλέξει στρατόπεδο και να αγαπήσει τους περιθωριοποιημένους του ανώνυμου πλήθους.

Ο Γιόζεφ Ροτ ήταν άνθρωπος των εφημερίδων όλη του τη ζωή θα υπογραμμίσει ο άγγλος μελετητής των δημοσιογραφικών κειμένων του που συνθέτουν τη «Τα Βερολινέζικα Χρονικά 1920-1933». Μάλιστα, όταν ήταν συνεργάτης της «Frankfurter Zeitung» και (ακριβο)πληρωνόταν ένα μάρκο την αράδα, το 1926, είχε γράψει στον εκδότη του μια επιστολή για να υπερασπιστεί τη δουλειά του: «Δεν είναι δυνατόν να γράφει κανείς επιφυλλίδες με το αριστερό του χέρι. Οποιος το κάνει διαπράττει σοβαρή αδικία κατά της φόρμας. Η επιφυλλίδα είναι για την εφημερίδα το ίδιο σημαντική με την πολιτική αρθρογραφία και για τον αναγνώστη πολύ πιο σημαντική. Η σύγχρονη εφημερίδα διαμορφώνεται από πολλά και όχι μόνο από την πολιτική ειδησεογραφία. Η σύγχρονη εφημερίδα χρειάζεται τις επιφυλλίδες περισσότερο από όσο χρειάζεται τα κύρια άρθρα της…». Κι όμως, στα διευθυντικά γραφεία θεωρούν τον Ροτ έναν εκκεντρικό φλύαρο, που κανονικά δεν θα έπρεπε να δουλεύει για μία τόσο σπουδαία εφημερίδα. Κάνουν μεγάλο λάθος. «Δεν γράφω εξυπνάδες κι ευφυολογήματα. Ζωγραφίζω το πορτρέτο της εποχής. Αυτό πρέπει να κάνουν οι σπουδαίες εφημερίδες. Δεν είμαι ανταποκριτής, είμαι δημοσιογράφος. Δεν είμαι πολιτικός συντάκτης, είμαι ποιητής».

Επειτα από ένα τέτοιο ξέσπασμα παραπόνου, ο αναγνώστης του Ροτ μπορεί να αφεθεί στην απόλαυση του βλέμματός του, στην οξύτητα της πένας του, στη λεπτομερή περιπλάνησή του στις πλατείες, στα μικρομάγαζα ή στους χώρους συνάθροισης ποικίλων συναισθημάτων που προκαλεί το Βερολίνο του Μεσοπολέμου.

Από το 1920 έως το 1925 εκεί ήταν η βάση του. Μετά έφυγε για το Παρίσι αλλά συνέχισε τις επισκέψεις του έως την άνοδο των Ναζί το 1933.

Εκείνη την εποχή όλες οι ατμόσφαιρες είναι ανοικτές προς διερεύνηση: το Βερολίνο είναι μια οργανωμένη μεγαλούπολη με δίκτυο συγκοινωνιών, κέντρα διασκέδασης, λογοτεχνικής ζωής, αθλητισμού.

Ομως εκείνος, αντί για το μεγάλο αφήγημα της εποχής του, μένει πεισματικά κοντά στους καταφρονεμένους, εξασκώντας τα μάτια του στο ημίφως της ταπεινής ζωής τους. Το Βερολίνο του Ροτ δεν είναι το μέρος για τους φιλόδοξους, τους δραστήριους, τους προικισμένους, «έδρα μιας ρεπουμπλικανικής – σοσιαλιστικής – δημοκρατικής κυβέρνησης που προσλαμβάνει άνεργους και βασιλικούς αξιωματικούς για να την υπερασπιστούν, αυτήν και τα χρηματοκιβώτια των καπιταλιστών», όπως την περιγράφει καυστικά ο διπλωμάτης κόμης Χάρι Γκραφ Κέσλερ. Είναι η πόλη που κατά τον λογοτεχνικό ήρωα του Ροτ στο μυθιστόρημά του «Φυγή» «υπάρχει έξω από τη Γερμανία, έξω από την Ευρώπη. Είναι πρωτεύουσα του εαυτού της».

Εγραψε για τις προθήκες με τις φωτογραφίες των ανώνυμων νεκρών στο ισόγειο της Αστυνομικής Διεύθυνσης. Για τον αποφυλακισμένο εβδομηντάχρονο και την αναστημένη του ζωή στην Ποτσντάμερπλατς του 20ού αιώνα, για τον βαρύ και θολό αέρα της φτώχειας «στα βαγόνια με τους επιβάτες με μεγάλες αποσκευές». Στάθηκε όμως και απέναντι στους μοντέρνους καιρούς παρατηρώντας την αρχιτεκτονική τους στις μεικτές πισίνες, στα δημόσια λουτρά, να υψώνεται με τη μορφή ουρανοξύστη και πολύ μεγάλου εμπορικού κέντρου. Στην απατηλή ομορφιά της πόλης είδε την απειλή του ναζισμού γράφοντας για το κάψιμο των βιβλίων έξω από το Ράιχσταγκ.

Tο σημερινό Βερολίνο, μετά την πτώση του Τείχους και εντός της ευρωπαϊκής επικαιρότητας, έχει αλλάξει σελίδα. Ο Ροτ έχει πει πως καταλαβαίνει κανείς τον κόσμο μόνο όταν κρατάει στο χέρι του μολύβι και πρέπει άμεσα να γράψει γι’ αυτόν, λέγοντας αλήθειες σε μισή σελίδα. Εκείνος το έκανε παραμένοντας στο μέσο των καταστάσεων και των ανθρώπων.

Joseph Roth

Βερολινέζικα Χρονικά

1920-1933

Μτφ. Μαρία Αγγελίδου

Εκδ. Αγρα, 2016, Σελ. 288

Τιμή: 16 ευρώ