Απόγευμα Κυριακής. Τα ίχνη ζωής στην Πειραιώς ελάχιστα. Τα αυτοκίνητα μετριούνται στα δάχτυλα, τόσο που διασχίζεις με άνεση τον δρόμο εκτός διάβασης. Εργοστάσια και μαγαζιά ερμητικά κλειστά. Μοναδική ένδειξη ότι κάτι συμβαίνει στη γειτονιά του Μοσχάτου, η ανοιχτή πόρτα που οδηγεί στα πέτρινα κτίρια του Σχολείου της Ειρήνης Παπά (το διαχειρίζεται το Εθνικό Θέατρο) και οι λιγοστοί άνθρωποι που μπαινοβγαίνουν. «Σε ποια πρόβα θέλετε να πάτε;» ακούγεται πρόθυμος ο φύλακας στην είσοδο. «Ευθεία είναι ο κύριος Λιβαθινός (σ.σ.: για την «Αντιγόνη» του Εθνικού), εδώ δίπλα εκείνο το παιδί από τη διαφήμιση της μπίρας (σ.σ. εννοεί τον φετινό νικητή του βραβείου Χορν Αργύρη Πανταζάρα, που ετοιμάζει την παράσταση «Μητρόπολη» για το Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου) και στο βάθος ο κύριος Καραθάνος».

Κάτω από τα δέντρα χαλαρός ο νεαρός ηθοποιός –και επίσης βραβευμένος με Χορν –Μιχάλης Σαράντης προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη ζέστη με ένα μπουκάλι νερό. Πιο δίπλα ο Χρήστος Λούλης (επίσης κάτοχος του Χορν) κάθεται δίπλα στη φουσκωτή πισίνα. «Την πήραμε με τις μεγάλες ζέστες», μας λέει καθώς διακρίνει την έκπληξή μας. Στο βάθος η φωνή της Νατάσσας Μποφίλιου ζεσταίνεται με τη βοήθεια ενός αρμονίου.

Οσα διακρίνονται πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα δεν μαρτυρούν ότι εκεί έχει στήσει το επιτελείο του ο Νίκος Καραθάνος, ο οποίος δοκιμάζει τις δυνάμεις του σκηνοθετικά και υποκριτικά στους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη, μια παραγωγή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση. Μια κωμωδία που αυτομάτως φέρνει στον νου την ιστορική παράσταση του Καρόλου Κουν το 1959 σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι και σκηνικά – κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη, η οποία κατέβηκε αμέσως μετά την πρεμιέρα ύστερα από παρέμβαση του τότε υπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Τσάτσου για προσβολή του θρησκευτικού αισθήματος (ο ιερέας παρουσιαζόταν με περιβολή ορθόδοξου παπά).

Μια μεγάλη άδεια πλατφόρμα παίζει τον ρόλο της ορχήστρας. Στο βάθος γλάστρες με μεγάλα πλαστικά φυτά ενέχουν ρόλο σκηνικού. Κι απέναντι τραπέζια το ένα δίπλα στο άλλο γεμάτα ποτήρια με μισοτελειωμένους καφέδες, αντίτυπα κειμένου δεμένα με σπιράλ, σοκολατάκια και κριτσίνια. Εικόνα που παραπέμπει σε ένα πάρτι που μόλις τελείωσε. Μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση όλα τώρα ξεκινούν.

«Ελα αρχίζουμε!», φωνάζει ο Νίκος Καραθάνος σε ρόλο ενορχηστρωτή. Οι περισσότεροι βρίσκουν μια θέση πίσω από τα τραπέζια. Μπροστά σε στάση αναμονής η Αλεξάνδρα Αϊδίνη με τη Μαρία Διακοπαναγιώτου και την Αλίκη Αλεξανδράκη. Λίγο πιο πίσω ο σκηνοθέτης (που ερμηνεύει και τον ρόλο του Πεισθέταιρου) έχοντας δίπλα του τον Αρη Σερβετάλη (Ευελπίδης). Στη μέση όρθιος ο Χρήστος Λούλης ως Εποπας. Βγάζει άναρθρες κραυγές σε μια προσπάθεια να προσκαλέσει τα πουλιά κοντά του. Το αποτέλεσμα τις πρώτες στιγμές προκαλεί το γέλιο των συναδέλφων του, αλλά μετά ακολουθεί σιωπή καθώς στα βλέμματα που ανταλλάσσουν είναι έκδηλος ο θαυμασμός τους για την αντοχή του σε αυτή την ερμηνεία που απαιτεί γερά πνευμόνια και συγκέντρωση. Τα πουλιά – Χορός αρχίζουν να συγκεντρώνονται και δημιουργείται πανδαιμόνιο. Φωνές, αντιδράσεις για την άφιξη των θνητών, επίθεση στον Εποπα… Είναι τόση η ένταση και γρήγορος ο ρυθμός που ξεχνάς ότι αντί για κοστούμια οι ηθοποιοί φορούν σορτσάκια και ορισμένοι έχουν βγάλει ακόμη και τις μπλούζες τους από τη ζέστη. Το συνειδητοποιείς μόνο όταν εμφανίζεται ο Αγγελος Παπαδημητρίου ντυμένος γυναίκα με το πουκάμισο ανοιχτό και το μαύρο εσώρουχο να διακρίνεται ελαφρώς για να ενταχθεί στο πλήθος των πουλιών. Στο μεταξύ ο Καραθάνος διαπιστώνει ότι δεν έχει μπροστά του τα λόγια που χρειάζεται. Ο μικρός πανικός εξαφανίζεται μπροστά στην ένταση που επικρατεί στη σκηνή και λίγο αργότερα το κείμενο βρίσκεται στα χέρια του χωρίς να διακοπεί ούτε λεπτό η πρόβα. Η σκηνή έχει ολοκληρωθεί. Ο σκηνοθέτης βγαίνει από την αίθουσα για να τραβήξει δυο ρουφηξιές από το ηλεκτρονικό του τσιγάρο, ενώ η ομάδα μέσα συνεχίζει να δοκιμάζει λόγια και κινήσεις. «Μην τα γράψεις όλα όσα είδες», λέει φεύγοντας. «Ασε να υπάρξει και κάποια έκπληξη για τους θεατές».

Νίκος Καραθάνος, ο σκηνοθέτης

«Στην αρχή σιχαινόμουν τον Αριστοφάνη»

Γιατί τους «Ορνιθες»;

Γιατί όχι; Δεν είμαι ιδιαίτερος γνώστης του έργου του ποιητή για να απαντήσω πιο μελετημένα, αλλά είναι κάτι πιο φευγάτο, πιο παραμύθι. Τώρα λερώνω τα χέρια μου στον Αριστοφάνη. Δεν την ξέρω τη θάλασσα καλά.

Πώς θα ξέρετε ότι κολυµπήσατε καλά;

Θα εξαρτηθεί από το πόσες φορές θα πνιγώ.

Δεν σας άγχωσε η αναμέτρηση με μια ιστορική παράσταση;

Οχι. Δεν υπάρχει καμία σύγκριση καιρό τώρα. Εχουμε μια αρχαιολογική μανία να συντηρούμε τον νεκρό μέσα στο σπίτι μας και δεν καταλαβαίνουμε ότι ψόφησε. Είμαστε ληγμένοι κι εμείς και οι σκέψεις μας. Μεγαλώσαμε με το θαύμα του πριν, ενώ τα θαύματα πάντα τα περιμένεις.

Να περιµένουµε ένα θαύµα;

Τίποτα να μην περιμένετε. Το θέατρο είναι απόπειρα υλοποίησης ενός ονείρου. Μπορεί να το φτιάξουμε μπορεί και όχι. Τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει τόσο η ίδια η ζωή –ποιος φανταζόταν ότι θα έφευγε η Αγγλία από την Ευρωπαϊκή Ενωση και πόσο θα ακουμπούσε αυτή η απόφαση μέσα μας. Ζούμε σε έναν κόσμο που αλλάζει με ραγδαίο ρυθμό. Και οι «Ορνιθες» είναι ένα πολιτικό κείμενο διότι ασχολείται με την πόλη και με το γιατί ζούμε μαζί. Κάθε έργο που σέβεται τον εαυτό του –από τον «Αμλετ» ώς τον «Ηλία του 16ου» –όλα ρωτάνε «πώς ζούμε;».

Απαντήσεις παίρνουµε;

Η ερώτηση κάποιες φορές είναι πιο δυνατή από την απάντηση.

Εχετε χωρέσει µέσα στο πολιτικό κείµενο του Αριστοφάνη όσα ζει ο Ελληνας το 2016 ή τα βρήκατε;

Τα βρήκα στη μετάφραση του Γιάννη Αστερή, ο οποίος απάλλαξε το κείμενο από την πολλή πληροφορία που σε σκοτεινιάζει. Ο ίδιος όπως κι εγώ σιχαινόταν τον Αριστοφάνη. Τον λάτρεψε σφόδρα επειδή είδε από τι υλικά το φτιάχνει, πώς χρησιμοποιεί τη γλώσσα, ποια είναι τα όνειρά του.

Πώς προέκυψε η συνεργασία µε τη Νατάσσα Μποφίλιου;

Την άκουσα στην Μικρή Επίδαυρο πάνω σε ελληνική ποίηση και είχε πει με θεία φωνή το ποίημα της Πολυδούρη «Ολα είναι ωραία κι όλα είναι αγάπη» κι ήθελα να το βάλω στην παράσταση. Από κάτι τέτοιες στιγμές βγάζεις νήματα για να πλέξεις ένα έργο.

Σας προβλημάτισε ότι μπορεί να λειτουργήσει ως κράχτης;

Ποτέ. Μεγαλώνοντας προτιμώ να ζω τη ζωή μου όπως την ακούω εγώ, όχι όπως την ακούει ο άλλος.

Πώς θα χαρακτηρίζατε με μια λέξη την παράστασή σας;

Οικονομική. Κι όλα τα λεφτά του κόσμου να είχα, δεν θα το έκανα αλλιώς. Δεν έχουν καμία σχέση οι επικοινωνιακές φωτογραφίες με αυτό που θα δούμε. Δεν είναι Ντίσνεϊ. Είναι μια πτήση του καθενός μας.

Ποια είναι η Νεφελοκοκκυγία για σας σήµερα;

Αυτή η πόλη που στεκόταν ψηλά πάντα πάνω από το κρεβάτι μας, που την ονειρευόμασταν στην εφηβεία στο λιμάνι όταν φεύγαμε ταξίδι, όταν βουτάμε τα πόδια μας Μάη μήνα στη θάλασσα.

Αγγελος Τριανταφύλλου, ο συνθέτης

«Ξέχασα τη μουσική του Χατζιδάκι»

«Δεν είμαι πρωτάρης στον Αριστοφάνη. Ο κόσμος του είναι δομικά πολύ σύνθετος. Είχα ξαναδοκιμάσει το μονοπάτι πέρυσι για τις “Νεφέλες” του Βασίλη Παπαβασιλείου που ακυρώθηκε 15 ημέρες πριν από την πρεμιέρα. Αν και δεν μου αρέσει ο όρος, θα έλεγα ότι η μουσική της παράστασης είναι fusion, μείξη πολλών διαφορετικών ειδών, από μπαρόκ έως καθαρή ποπ, αμιγώς λυρικά κομμάτια, ελληνικές επιρροές. Για τη Νατάσσα Μποφίλιου έχω γράψει ένα τραγούδι στο ύφος του Αττίκ».

Σας τρόμαξε ότι έπρεπε να γράψετε μουσική σε μια παράσταση για την οποία είχε γράψει μουσική ο Χατζιδάκις και τελικά έκανε αυτόνομη και πιο επιτυχημένη διαδρομή από ό,τι η παράσταση;

Στην αρχή δεν με τρόμαξε, με τρομοκράτησε. Από την πρώτη ημέρα των προβών δεν μου ξαναπέρασε ποτέ από το μυαλό η μουσική του Χατζιδάκι ή η σύγκριση. Είναι τόσο διαφορετικό αυτό που πάμε να φτιάξουμε σαν κόσμος που ακόμη κι αν βάζαμε τη μουσική του Χατζιδάκι θα ήταν αταίριαστη, θα της κάναμε κακό.

Εχετε την ελπίδα να κάνει ανεξάρτητη πορεία από την παράσταση;

Θα σας δώσω μια απόλυτα αλαζονική απάντηση. Δεν θέλω ποτέ η μουσική να κάνει ανεξάρτητη πορεία από την παράσταση διότι πιστεύω ότι μια πολύ καλή μουσική για μια παράσταση πρέπει να μην υπάρχει χωρίς την παράσταση. Αν μπορεί να στέκεται αυτόνομα κάποιος δεν πέτυχε κάτι.

Μιχάλης Σαράντης, Τρυποκάρυδος, Αγγελος και Χορός

«Εχουμε τάσεις φυγής»

«Δεν είχα καταλάβει τι έργο είναι αυτό. Το ανακαλύπτω στην πορεία. Εχω τρομάξει λίγο με το γεγονός ότι δεν αστειεύεται. Μας αφορά όλους ειδικά τώρα που σηκώνονται όλοι και φεύγουν από την Ελλάδα, από την Ευρώπη. Υπάρχει μια τάση φυγής αν και πάντα υπήρχε διότι κάπου αλλού είμαστε καλύτερα».

Νατάσσα Μποφίλιου, Χορός

«Ενιωσα ασφάλεια με τον Καραθάνο»

«Η σχέση μου με το θέατρο είναι αυτή του θεατή. Με τον Νίκο ένιωσα ασφάλεια και του είπα κάνε με ό,τι θες. Προσπαθώ να ακολουθήσω τη ροή με τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Είναι ιδιαίτερη και δυνατή εμπειρία. Ερχομαι από άλλο χώρο. Νομίζω ότι έχω έρθει σε μια πρόβα για να την παρακολουθήσω. Κάθε δευτερόλεπτο αναρωτιέμαι “πού πάω τώρα;” κι η μόνη μου στεναχώρια είναι ότι δεν θα μπορέσω να δω αυτή την παράσταση.

Χρήστος Λούλης, ο Εποπας

«Δεν θα ακούσετε για Μνημόνια»

«Ποτέ δεν μου άρεσε ο Αριστοφάνης διότι ποτέ δεν καταλάβαινα γιατί να γελάσω με αστεία τα οποία τα καταλάβαιναν οι σύγχρονοί του. Η κωμωδία βασίζεται στο επίκαιρο. Και το επίκαιρο που έβλεπα ήταν λιγάκι φτηνό, επιθεωρησιακό. Χρειάζεται ένας οραματιστής και ρομαντικός άνθρωπος να ανεβάζει Αριστοφάνη για να αποφεύγει τη φτήνια. Στην παράστασή μας δεν θα ακούσετε τίποτα για υπουργούς και Μνημόνια. Εχουμε εστιάσει στην ποιητικότητα του κειμένου. Σα να θέλουμε να εξερευνήσουμε τι του έλειπε του Αριστοφάνη τη στιγμή που το συνέλαβε. Δεν θέλουμε να πείσουμε κανέναν ότι είμαστε πουλιά, δεν βάζουμε φτερά, δεν κάνουμε χορογραφία πουλιού, αλλά άνθρωποι που κάτι στην ανθρώπινή μας φύση δεν είναι αρκετό και θέλουμε να την εμπλουτίσουμε με κάτι που δεν είναι ανθρώπινο. Για μένα το πουλί είναι κατάσταση ύπαρξης όπου το συναίσθημα και η αθωότητα σε πάνε μπροστά αρκεί να έχεις έναν άνθρωπο να σε εμπνεύσει».