Αυτές τις μέρες, οι Pink Martini βρίσκονται στο ξεκίνημα μιας ακόμα περιοδείας. Ζόρικο πράγμα δηλαδή, αλλά και απολαυστικό. Αν ζητήσει κανείς από τον Τόμας Λόντερντεϊλ, τον φρακοφορεμένο ηγέτη τους, να απαριθμήσει όσα λαχταρά και όσα φοβάται πριν από κάθε αναχώρηση, θα ακούσει για διαρκείς ανατροπές, για ασθένειες, για απώλειες πτήσεων ή αποσκευών και για ελάχιστο ελεύθερο χρόνο. Θα ακούσει όμως και για την ανυπομονησία να συναντήσει φίλους από όλα τα μέρη του πλανήτη. «Η ευρύτερη οικογένειά μας», λέει, «είναι μια παγκόσμια ομάδα ανθρώπων». Καθόλου παράξενο, με τόσα χιλιόμετρα εκτός έδρας που έχει γράψει. Μερικά εκ των οποίων και στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια τόσα, ώστε εδώ να αισθάνονται σαν στο σπίτι τους. Ανυπομονούν, λένε, για την ενέργεια του κοινού: «Οσο και να σας βλέπουμε να τραγουδάτε και να χορεύετε μαζί μας, δεν φτάνει». Η ομολογία του είναι κάπως αναμενόμενη για να λέμε την αλήθεια, όχι όμως ότι δεν έχει και ιδιαίτερες προτιμήσεις. «Μας αρέσουν τα τραπέζια μετά τις συναυλίες μας, που είναι κάτι σαν παράδοση» διευκρινίζει. «Σαν οικογενειακή μάζωξη. Λατρεύουμε το ελληνικό φαγητό. Και λατρεύουμε τον φραπέ».
Η έμφαση στο κουλέρ λοκάλ θα ήταν γραφική, αν οι Pink Martini δεν ενσωμάτωναν στ’ αλήθεια πολυεθνικές, αστικού χαρακτήρα, αναφορές. Τέκνα της νεο-σουίνγκ τάσης της δεκαετίας του ’90, συνοψίστηκαν μάλλον επαρκώς από τον ιδρυτή τους, όταν κάποτε δήλωσε μισοαστεία-μισοσοβαρά ότι ξεκίνησε οραματιζόμενος μια μπάντα «που θα έπαιζε για τον ΟΗΕ το 1962». Δίσκοι σαν το ντεμπούτο «Sympathique» του 1997 ή το «Hey Eugene» 2007, σουξέ και διασκευές τύπου «Una notte a Napoli» και «Donde estas, Yolanda?» κάλυπταν ένα ρεπερτόριο που «τη μια σε έκανε να αισθάνεσαι σαν σε καρναβάλι του Ρίο, την άλλη σε γαλλικό μιούζικ χολ του ’30 και την επόμενη σε ιταλικό παλάτσο». Ηταν λες και ο Λόντερντεϊλ δεν ήθελε με τίποτα να διαλέξει ένα είδος μουσικής. «Αν έπρεπε πάντως, σίγουρα θα ήταν κάτι πολύχρωμο, όπως τζαζ ή ρετρό» λέει στα «Πρόσωπα». «Χαίρομαι τόσο πολύ όταν βλέπω παλιό Χόλιγουντ –σαν μωρό παιδί. Εντυπωσιάζομαι ωστόσο και από την κλασική μουσική και τους μεγάλους συνθέτες. Αγαπώ ιδιαίτερα τον Τσαϊκόφσκι και τον Σούμπερτ. Σίγουρα θα κρατούσα το αίσθημα που μόνο μια μεγάλη ορχήστρα μπορεί να δημιουργήσει και να διατηρήσει».
ΥΜΝΟΙ ΚΑΙ ΜΠΡΑΜΣ. Ο τελευταίος τους δίσκος, «Dream a little dream», περιλαμβάνει από παιδικά τραγούδια και Μπραμς, μέχρι τον εθνικό ύμνο της Ρουάντα και κέλτικες μελωδίες. Περισσότερο πάντως ίσως τον χαρακτηρίζει η συμμετοχή των Von Trapps, των δισέγγονων της Μαρία Φον Τραπ, στην οποία βασίστηκε η «Μελωδία της ευτυχίας». Ο Λόντερντεϊλ τους συνάντησε το 2011 σε μια συναυλία με τη συμφωνική του Ορεγκον, τα πέρασαν, λέει, πολύ ωραία και το άλμπουμ ήρθε φυσικά. Στο μέλλον υπόσχεται κι άλλες συνεργασίες: οι Τζούλι Αντριους, Τζόαν Μπαέζ, Τόνι Μπένετ, Σαρλ Αζναβούρ, Μονσερά Καμπαγιέ, Μπόι Τζορτζ, Γκλόρια Γκέινορ ή Στιβ Μάρτιν είναι μερικά μόνο υποψήφια ονόματα. Σαν πολύ ιδιοσυγκρασιακά όμως δεν ακούγονται για τα γούστα ενός ανθρώπου; Πού να μιλήσει και για τις πρώτες του επιρροές: «Το πρώτο τραγούδι που έπαιξα ήταν στον παιδικό σταθμό το “Let’s Go Fly a Kite” από την ταινία “Mary Poppins”. Μαθαίνοντας πιάνο ως παιδί, αλλά και αργότερα, δεν έπαιζα καθόλου μελωδίες που βγήκαν μετά το 1964. Μεγάλη μου αγάπη επίσης ήταν τα χριστουγεννιάτικα, αλλά και τα μιούζικαλ. Στο σπίτι θυμάμαι έξι κασέτες να παίζουν συνέχεια: Ρέι Κόνιφ, Ρέι Τσαρλς, Ρότζερ Μίλερ, New Christy Minstrels, Mormon Tabernacle Choir και το σάουντρακ του Jesus Christ Superstar».
Μονή Λαζαριστών, Θεσσαλονίκη, 4/7 (22, 27, 34 ευρώ). Τεχνόπολις Δήμου Αθηναίων, 5/7 (22, 29, 34 ευρώ). Προπώληση: viva.gr, 11876, Tickethouse, Public κ.α.