Ηταν Απρίλιος του 2010 όταν τηλεφώνησα σε παιδικό μου φίλο. Είχαμε λίγο καιρό να βρεθούμε.

«Ελα ρε, τι κάνεις;» η κλασική αρχική ερώτηση (παραλείπω ίσως μια λέξη).

«Τρέχω» μου απαντά.

«Γιατί ρε, τι συμβαίνει;» ρωτάω με ανησυχία. Εβαλε τα γέλια.

«Τίποτα ρε (παραλείπω σίγουρα μια λέξη). Κυριολεκτώ. Τον Νοέμβριο είναι ο επετειακός Μαραθώνιος για τα 2.500 χρόνια από τη Μάχη του Μαραθώνα και προετοιμάζομαι για να συμμετάσχω. Είσαι μέσα;».

Δεν βρήκα κάτι καλύτερο να του απαντήσω, οπότε κατέφυγα στο κλισέ:

«Καλό! Το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις;».

Κλείσαμε το τηλέφωνο και άρχισα να λογαριάζω. Βάρος; Πάνω από 100 κιλά. Αντοχή; Ενας όροφος και αγκομαχάω. Δύναμη; Ασ’ τα να πάνε. Από την άλλη, όμως, ένιωσα ότι το μικρόβιο το είχα κολλήσει (μάλλον ήμουν φορέας και τώρα εκδηλώθηκε). Λέω, ας δοκιμάσω να δω τι γίνεται και βλέποντας και κάνοντας.

Το πρώτο βήμα ήταν εύκολο. Εξετάσεις αιματολογικές, καρδιολογικές καλές και ελεύθερο από τους γιατρούς να ξεκινήσω.

Το δεύτερο βήμα Γολγοθάς.

Εγώ: «Πού είναι το σορτσάκι;». H γυναίκα μου: «Ποιο σορτσάκι;». Εγώ: «Το μπλε». Η γυναίκα μου: «Α, αυτό; Πού το θυμήθηκες; Το έδωσα στην Μπέλα να ξεσκονίζει. Κάνει δουλειά, μου είπε». Εγώ: «…»

Πάλι εγώ: «Πού είναι τα παπούτσια;». Η γυναίκα μου: «Ποια παπούτσια;». Εγώ: «Τα άσπρα τα αθλητικά που τα φοράω όταν τρέχω». Η γυναίκα μου: «Δεν το σχολιάζω το τελευταίο, αλλά τα έδωσα πρόπερσι στον μπογιατζή. Πολύ χάρηκε το παλικάρι». Εγώ: «…»

Τέλος πάντων. Η αγορά του εξοπλισμού έγινε και άρχισε η δοκιμή. Την πρώτη μέρα, σκέφτηκα, θα το πάω χαλαρά για να αποφύγω πιασίματα και τραυματισμούς. Θα τρέξω μόνο πέντε γύρους στο γήπεδο και θα σταματήσω.

Φτάνω λοιπόν στο γήπεδο, φοράω τα ακουστικά, βάζω μουσική ροκ στο MP3 player να δώσει ένταση, ρουφάω την κοιλιά και ξεκινάω από τη γραμμή της σέντρας. Περνάω το πέταλο ζωηρά και μπαίνω απέναντι. Αμάν! Βλέπω την ευθεία μπροστά μου και μου φαίνεται σαν αεροδιάδρομος. Αρχίζουν οι κακές σκέψεις τύπου: πώς φτάνουν τώρα εκεί κάτω; Πρώτα θα σκάσω ή πρώτα θα πάθω έμφραγμα; Το «Born to be wild» στα αφτιά μου με τσατίζει πιο πολύ. Και για να ολοκληρωθεί το ρεζιλίκι, με προσπερνάει μια παρέα κοριτσόπουλα άνετα και ψιλοκουβεντιάζοντας.

Την ημέρα αυτή ανακάλυψα βιωματικά αυτό που αργότερα έμαθα ότι έχει και όνομα: λέγεται περπατοτρέξιμο. Τρέχεις λίγο, περπατάς λίγο, ξανατρέχεις λίγο, ξαναπερπατάς λίγο κ.ο.κ. Επίσης, ανακάλυψα ότι το γήπεδο είναι ένας κοινωνικός χώρος. Με πλησίασαν κάτι τύποι και άρχισαν την κουβέντα: «Δεν σε έχουμε ξαναδεί, πρώτη φορά φίλε;». Αρχισαν και τις συμβουλές: «Το μυστικό είναι να μην απογοητευτείς, βγάλε ένα πρόγραμμα και προσπάθησε να το τηρείς κατά γράμμα, θα μείνεις έκπληκτος από τη βελτίωση που θα έχεις. Και, χωρίς παρεξήγηση έτσι, μην πας τώρα στο σπίτι και πλακωθείς στις πίτσες και τα σουβλάκια. Μόνο με το τρέξιμο δεν γίνεται δουλειά».

Πέρασε ένας μήνας. Είχα βγάλει πρόγραμμα, το τηρούσα (όχι ευλαβικά, κατά δύναμη) και η βελτίωση είχε αρχίσει να φαίνεται όταν χτύπησε το τηλέφωνο.

«Ελα ρε (ίσως παραλείπω μια λέξη)». Υπάρχει μια θέση στην ομάδα για τον Μαραθώνιο. Να σε γράψω;

«Μέσα ρε (σίγουρα παραλείπω μια λέξη)».

Ο Γιάννης Μητσόπουλος είναι 53 ετών, έχει τρέξει μέχρι σήμερα επτά Μαραθωνίους, με πιο πρόσφατο τον 11ο Μέγα Αλέξανδρο την άνοιξη στη Θεσσαλονίκη, και συνεχίζει. Το κείμενό του πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο κύκλος» του προσωπικού της Τραπέζης της Ελλάδος