Σαν αύριο χιλιάδες πολίτες της Αθήνας συγκεντρώνονταν στο Σύνταγμα σε μια μεγαλειώδη θυμική συναυλία, στην οποία απηύθυνε χαιρετισμό και ο Αλέξης Τσίπρας. Το Οχι στο τότε σχέδιο Γιούνκερ δονούσε την πρωτεύουσα. Λίγο πιο πέρα, στο Καλλιμάρμαρο η συγκέντρωση του Ναι, σαφώς μικρότερη, έμοιαζε περισσότερο με φεστιβάλ free press. Το ένστικτο είχε θριαμβεύσει παρότι και οι δύο εκφράσεις συμπύκνωναν υπαρκτές και σοβαρές κοινωνικές συμμαχίες.

Λίγες ώρες μετά τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος ο Τσίπρας, ερμήνευσε με τον μέσο μικροαστικό τρόπο το μεγαλειώδες Οχι. «Καλός ο ριζοσπαστισμός αλλά προέχει η πραγματικότητα». Εναν χρόνο μετά, εκείνη η στιγμή μοιάζει να καθορίζει ακόμη μία σειρά δεδομένων στο πολιτικό σκηνικό. Η υπόγεια ένταση της διαίρεσης που το δημοψήφισμα όξυνε και αποκάλυψε είναι εδώ γύρω μας. Το ταξικό στοιχείο δεν κρύβεται παρότι εκείνη τη στιγμή διχασμού συντελέστηκαν και παράδοξα συνταιριάσματα. Η ΓΣΕΕ, η Εκκλησία και ο Σάκης Ρουβάς βροντοφώναξαν Ναι μαζί με μία σειρά μεσαίων στρωμάτων. Οχι, πλην του μεγάλου μέρους της Αριστεράς και των φτωχών, είπαν οι νέοι 18-24 ετών αλλά και το «πατριωτικό» ρεύμα. Η ταχύτατη μεταποίηση του αποτελέσματος από τον Τσίπρα οριοθέτησε το νέο πολιτικό σύστημα. Ο ίδιος εξάλλου ηγήθηκε του Οχι κόντρα σε πολλούς παράγοντες –και πάντα στην πολιτική υπάρχει μια αρχή: το πολιτικό έχει το προβάδισμα του κοινωνικού ή τουλάχιστον έχει τη μηχανική να το επικαθορίσει.

Οχι τυχαία, όλες οι προσπάθειες για να γίνει κόμμα το Οχι, σήμερα έχουν ναυαγήσει. Οχι τυχαία, η χώρα κυβερνιέται από το Ναι αφού το δίκιο το έχουν οι φτωχοί αλλά την ιδεολογική ηγεμονία την έχουν στη χώρα τα μεσαία στρώματα. Πλάι στο ερώτημα αν έχει υλικότητα το Οχι εκείνο, μοιραία μπαίνει κι άλλο ένα ερώτημα: γιατί προκήρυξε δημοψήφισμα ο Τσίπρας αφού είχε προσχεδιασμένο πως θα επέλεγε τον δρόμο του ρεαλισμού; Ας θυμηθούμε το σπιράλ των ημερών. Ας προσθέσουμε το εσωτερικό διπλό μέτωπο στην κυβέρνηση (σκληρή γραμμή – έντιμος συμβιβασμός). Και ας μη μας διαφεύγει πως εκείνη τη στιγμή ο ίδιος ήθελε να προσδώσει εθνικό μανδύα σε μια διαπραγμάτευση που ήδη είχε ναυαγήσει. Η κυβέρνηση απροετοίμαστη και βουτηγμένη στην ευρωαφέλεια, με απέναντί της τότε μια αντιπολίτευση που μπέρδευε επικίνδυνα τα βέλη της με την εθνική προσπάθεια (πλην του σοβαρού Βενιζέλου), προχώρησε στο απονενοημένο. Εναν χρόνο μετά, ζούμε το παράδοξο ο ίδιος ηγέτης που έφερε τη χώρα στο πλησιέστερο σενάριο ρήξης με τους δανειστές και την ΕΕ, να είναι σήμερα ο εγγυητής μιας συμπιεσμένης (ίσως) κανονικότητας.