Οσο η πλοκή γύρω από το Brexit πυκνώνει και τα στοιχήματα για το αν θα συμβεί τελικά ξαναπαίρνουν φωτιά, τόσο δείχνουν να στενεύουν τα περιθώρια για μια πιο τολμηρή ρύθμιση του ελληνικού χρέους το φθινόπωρο, όπως ήλπιζε η κυβέρνηση και όπως θέτει ως προϋπόθεση το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να επιστρέψει στο ελληνικό πρόγραμμα.
Το θέμα του Brexit κρατάει την Ευρώπη σε τεντωμένο σκοινί, στο οποίο το ΔΝΤ μετά βίας ισορροπεί. Φάνηκε από το μήνυμα της εκπροσώπου του Ταμείου Ντέλια Βελκουλέσκου προ δεκαημέρου στο συνέδριο του «Economist», ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, και επιβεβαιώθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας από τις δηλώσεις του προέδρου του Eurogroup Γερούν Ντεϊσελμπλούμ την περασμένη εβδομάδα σε έλληνες δημοσιογράφους στη Χάγη, ότι δεν θα γίνει καμία ρύθμιση του χρέους πριν από το 2018.
ΔΥΟ ΓΡΑΜΜΕΣ. Οι δυο αυτές γραμμές θα έπρεπε κανονικά να συναντηθούν κάποια στιγμή το φθινόπωρο, προκειμένου να επιστρέψει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, με συμμετοχή στη χρηματοδότηση. Αυτή τη στιγμή, όμως, με το Brexit να κυριαρχεί στον ορίζοντα, η προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι να διατηρήσει πάση θυσία την εσωτερική της συνοχή. Ετσι, δεν υπάρχουν και πολλά περιθώρια για κινήσεις, όπως μια γενναιόδωρη ρύθμιση του ελληνικού χρέους, που θα πυροδοτούσαν αντιδράσεις στο εσωτερικό πολλών χωρών.
Ηταν ένα ζεστό πρωινό στην Αθήνα, λίγο μετά τις δηλώσεις Βελκουλέσκου στο συνέδριο του «Economist», όταν πηγή των δανειστών σχολίαζε με νόημα ότι εδώ και σχεδόν έναν χρόνο, το ελληνικό πρόγραμμα χρηματοδοτεί μόνο η ευρωζώνη, μέσω του ESM (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας), χωρίς το ΔΝΤ.
«Αυτό είναι ένα γεγονός που δημιουργεί κάποια δεδομένα» συνέχισε, προσθέτοντας ότι αφού ζούμε με αυτή την πραγματικότητα εδώ και έναν χρόνο και αφού η οικονομική συνεισφορά του ΔΝΤ δεν είναι τόσο απαραίτητη, δεν είναι πια αδιανόητη η μη επιστροφή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.
Μάλιστα, ο ίδιος υποστήριζε ότι τελευταίως, ο μόνος που δείχνει να έχει μείνει φανατικός υποστηρικτής της επιστροφής του Ταμείου είναι ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ενώ οι Φινλανδοί, οι Ολλανδοί, οι Σλοβάκοι και οι χώρες της Βαλτικής δεν φαίνεται να καίγονται τόσο. Οχι ότι είναι λίγο, βεβαίως, να αντιμετωπίσεις τις βουλές του Σόιμπλε…
Γεγονός είναι, επίσης, ότι το ίδιο το ΔΝΤ, ως μηχανισμός, μάλλον θα προτιμούσε να αποχωρήσει από το ελληνικό πρόγραμμα. Λέγεται ότι στο Eurogroup της 24ης Μαΐου ο Πολ Τόμσεν, που αντικατέστησε την Κριστίν Λαγκάρντ, είχε έντονες συνομιλίες με τα άλλα δύο παρόντα υψηλόβαθμα στελέχη του Ταμείου, προκειμένου να διαμορφωθεί η στάση τους, κάτι που δείχνει ότι είχαν διαφορετικές απόψεις για τη γραμμή που θα έπρεπε να ακολουθήσουν. «Δεν νομίζω ότι ήξεραν τι ήθελαν», σχολίαζε αυτήκοος μάρτυς, πηγή της ευρωζώνης.
Τελικά, τον γόρδιο δεσμό έλυσε η Λαγκάρντ με μια μεσοβέζικη λύση, που αφήνει σε εκκρεμότητα το θέμα ώς τη νέα μελέτη βιωσιμότητας χρέους από το Ταμείο, το φθινόπωρο. Μόνο που για να είναι αυτή η μελέτη θετική, πρέπει η ευρωζώνη να πάρει πρωτοβουλίες για συγκεκριμενοποίηση των μέτρων ρύθμισης του χρέους κι αυτή τη στιγμή δεν δείχνει τέτοια διάθεση.
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν πολλοί που λένε ότι στο τέλος, ως συνήθως, θα βρεθεί συμβιβασμός. «Αν φύγει το ΔΝΤ, θα φύγει κατηγορώντας την ευρωζώνη ότι δεν έχει λύσει το θέμα της Ελλάδας. Κι αυτό δεν το θέλει η Ευρώπη», σχολιάζει ελληνική πηγή που εμπλέκεται στις διαπραγματεύσεις.
Σε κάθε περίπτωση, το λιγότερο με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η Αθήνα, δεδομένων όλων των παραπάνω, είναι ένα σκηνικό αβεβαιότητας. Είτε φύγει είτε μείνει η Βρετανία, η προσοχή της Ευρώπης θα είναι στραμμένη εκεί και δεν θα ανέχεται περισπασμούς και ρωγμές στη συνοχή της. Αυτό προοιωνίζεται κατ’ αρχάς μια διαπραγμάτευση με αυστηρούς όρους, ενόψει της δεύτερης αξιολόγησης.
Μια ενδεχόμενη αναπτυξιακή επιδείνωση είναι από μόνη της αρκετή για να απαιτηθούν περισσότερα μέτρα ή/και πιο αποφασιστική ρύθμιση του χρέους, όπως ζητά το ΔΝΤ.
Υποχώρηση της ανάπτυξης, καθυστέρηση της χαλάρωσης των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και επιστροφής στις αγορές είναι τα φαντάσματα πάνω από την ελληνική οικονομία, στην εποχή του Brexit. Μαζί τους και η συνεχιζόμενη εικόνα μιας κυβέρνησης που δείχνει ότι εφαρμόζει το πρόγραμμα με το ζόρι και δημοσίως αποποιείται την ιδιοκτησία του, την ίδια ώρα που οι εταίροι της με κάθε τρόπο διαμηνύουν ότι πρέπει επιτέλους να την αναλάβει. «Είναι κακό για την ανάπτυξη να μην αναλαμβάνει η κυβέρνηση την ιδιοκτησία του προγράμματος» λένε ευρωπαϊκές πηγές. Και σ’ αυτό το σημείο συμφωνούν με το ΔΝΤ.