Ενας, δύο, τρεις… δέκα… είκοσι… είκοσι δύο. Η καταμέτρηση των ψήφων στις τελευταίες προεδρικές εκλογές της Ισλανδίας μόλις είχε ολοκληρωθεί. Οι υποψήφιοι ήταν εννέα, αλλά περισσότεροι από είκοσι Ισλανδοί προτίμησαν να ψηφίσουν έναν άνθρωπο που δεν είχε θέσει υποψηφιότητα, τον ομοσπονδιακό προπονητή της χώρας τους Λαρς Λάγκερμπακ. Οι εκλογές διεξήχθησαν δύο ημέρες πριν από την ιστορική νίκη των Ισλανδών επί της Αγγλίας και κάποιοι σχολίασαν σκωπτικά πως αν το ματς είχε προηγηθεί της εκλογικής αναμέτρησης, ο Λάγκερμπακ θα έφερνε σε δύσκολη θέση το πολιτικό σύστημα της μικρής χώρας. Ο σουηδός προπονητής ποτέ δεν επεδίωξε να γίνει σταρ, ωστόσο οι τελευταίες επιτυχίες της Ισλανδίας στα ποδοσφαιρικά γήπεδα τον έχουν καταστήσει ιδιαίτερα δημοφιλή. Η εξέλιξη αυτή ήταν το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε να σκεφτεί τον Οκτώβριο του 2011, όταν αποφάσιζε να αναλάβει ρόλο εκλέκτορα στο νησί τού Βόρειου Ατλαντικού με τους μόλις 333.000 κατοίκους. Τι προοπτική μπορούσε να έχει σε μια χρεοκοπημένη χώρα που πάσχιζε να σταθεί στα πόδια της, που είχε στα ποδοσφαιρικά της μητρώα μόλις 21.508 εγγεγραμμένους αθλητές και μια φτωχή ομοσπονδία που δεν μπορούσε να καλύψει τα έξοδα ούτε για απευθείας πτήσεις σε μακρινούς προορισμούς;

Στα 62 του χρόνια ο Λάγκερμπακ ήθελε να ζήσει κάτι ξεχωριστό, να βάλει τις βάσεις σε ένα οικοδόμημα που θα ήταν αποκλειστικά δικό του. Οταν έφτασε στο Ρέικιαβικ και είδε τις συνθήκες που επικρατούσαν, με μια μπρουτάλ διάθεση είπε στους Ισλανδούς: «Βρίσκεστε αιώνες πίσω από τους υπόλοιπους». Ηταν η περίοδος που ακόμα και το Λίχτενσταϊν ήταν πάνω από την Ισλανδία στην κατάταξη της FIFA. Οσοι δεν γνώριζαν τον Λάγκερμπακ έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν αυστηρό, αυταρχικό άνθρωπο που δεν σηκώνει πολλές κουβέντες. Στην πραγματικότητα είναι ένα παιδί έτοιμο για σκανταλιές, ένας «spjuver», όπως λένε στη χώρα του, τη Σουηδία. Γελάει σπάνια και για τους φωτογράφους θεωρείται τζακ ποτ αν τον συλλάβουν με τον φωτογραφικό τους φακό να εκδηλώνεται στη διάρκεια των αγώνων.

Υπάρχουν δύο φωτογραφίες, όταν η Σουηδία απέκλεισε την Αργεντινή στο Μουντιάλ του 2002 και η Ισλανδία εξασφάλισε την πρόκρισή της στα τελικά του Euro 2016, όπου ενώ οι πάγκοι εκρήγνυνται από χαρά, ο πρωτεργάτης των επιτυχιών Λάγκερμπακ παραμένει απαθής.

Στο παιχνίδι με το Καζακστάν οι Ισλανδοί είχαν στήσει χορό στο κέντρο του γηπέδου γιορτάζοντας την ιστορική τους πρόκριση στη Γαλλία. Ο 67χρονος, σήμερα, Σουηδός τούς πλησίασε σχεδόν φοβισμένα και χωρίς να διεκδικήσει τίποτα για τον εαυτό του έμεινε έξω από τον κύκλο, παρακολουθώντας τη χαρά των παικτών του. «Δεν είμαι απ’ αυτούς που χοροπηδούν. Για μένα η νίκη είναι ένα ήρεμο, γλυκό συναίσθημα που διαπερνά το σώμα» εξηγεί τη στάση του απέναντι στην επιτυχία. Ενας αντι-Μουρίνιο σε όλο του το μεγαλείο. Ο Λάγκερμπακ κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να αλλάξει το «τσιπάκι» του ισλανδικού ποδοσφαίρου, εκμεταλλευόμενος τα ανοιχτά μυαλά των επικεφαλής της ομοσπονδίας και τις νέες εγκαταστάσεις που δημιουργήθηκαν. Ο θεμέλιος λίθος της επιτυχίας του στο νησί των ηφαιστείων ήταν η σημαντικότητα που προσέδωσε στην εθνική ομάδα, την οποία είχαν υποβαθμίσει οι παίκτες που έπαιζαν στο εξωτερικό. Πολύ συχνά είχε προσωπικές συνομιλίες μαζί τους, ενώ όποτε το επέτρεπαν οι περιστάσεις τούς άφηνε περιθώριο πρωτοβουλιών. Σε μια τέτοια περίπτωση, επέτρεψε στους παίκτες του να επιλέξουν τη βάση τους στη Γαλλία για το Euro 2016.

Αν και το όνομα Λάγκερμπακ δεν συμπεριλαμβάνεται στις λίστες με τα κορυφαία ονόματα της προπονητικής, εντούτοις ο Σουηδός θεωρείται ένας εκ των κορυφαίων σε επίπεδο διεθνούς ποδοσφαίρου. Ως εκλέκτορας της εθνικής ομάδας της χώρας του, στην αρχή ως βοηθός του Τόμι Σβένσον και στη συνέχεια στο πλευρό του Τόμι Σόντερμπεργκ μέχρι το 2000 όταν αναβαθμίστηκε σε ισότιμο κόουτς, την οδήγησε σε πέντε συνεχόμενες τελικές φάσεις μεγάλων διοργανώσεων. Επίσης το 2010 πήγε στο Μουντιάλ με τη Νιγηρία, μια χώρα από την οποία έμαθε πως ποτέ δεν πρέπει να ασκεί κριτική στους παίκτες του δημόσια. Οι μέθοδοί του δεν συμβάδιζαν πάντοτε με το κοινά αποδεκτό. Ο σουηδός ποδοσφαιριστής Κλας Ινγκεσον θυμάται πως αρχικά αυτός και οι συμπαίκτες του αντιμετώπιζαν το δίδυμο Λάγκερμπακ – Σόντερμπεργκ ως «γραφικούς», κάτι σαν τους γέρους στο «Μάπετ Σόου». Σε μία από τις πρώτες προπονήσεις είχαν βάλει τους παίκτες να κάνουν high five μεταξύ τους, ενώ τους ζήτησαν να ψηφίσουν αν θέλουν να πάνε σε μπαρ για να πιουν μπίρες. Επειδή πάντοτε εργαζόταν σε ομάδες που δεν είχαν μεγάλο εκτόπισμα, θεώρησε λογικό πως αυτό το έλλειμμα έπρεπε να καλυφθεί με κάποιο τρόπο. Αυτός δεν ήταν άλλος από τη μετάλλαξη της νοοτροπίας των αντιπροσωπευτικών συγκροτημάτων σε συλλογικά.

Πιστεύει –και τα αποτελέσματα τον δικαιώνουν –ότι η καθημερινή τριβή των παικτών στις προπονήσεις αναδεικνύει από μόνη της τα πλεονεκτήματα της ομάδας και το σύστημα που πρέπει να ακολουθήσει. Την ίδια μέθοδο ακολούθησε και στην Ιταλία ο Αντόνιο Κόντε για να καλύψει το έλλειμμα μεγάλων σταρ στη Σκουάντρα Ατζούρα. «Οσο πιο οργανωμένη είναι η ομάδα τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες να νικήσει. Γι’ αυτό το ποδόσφαιρο είναι το μόνο ομαδικό άθλημα στο οποίο μια ομάδα της τρίτης κατηγορίας μπορεί να νικήσει μια ομάδα της πρώτης κατηγορίας» εξήγησε σε συνέντευξή του στο «Scandinavian Traveller» στις αρχές του χρόνου. Ο Λάγκερμπακ έχει ανακοινώσει το τέλος της συνεργασίας του με τους Ισλανδούς μετά το Euro και πιθανώς θα αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Οποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα στο αυριανό παιχνίδι με τη Γαλλία, ο Λάγκερμπακ θα αντιμετωπίζεται ως ήρωας στην Ισλανδία.