Σε όλες αυτές τις διεργασίες το κεντρικό ερώτημα είναι πού θα βρεθεί η τραυματισμένη Ελλάδα. Να σημειώσουμε πως, παρότι η χώρα μας έχει περιέλθει σε «ειδικό καθεστώς ρυθμίσεων» στο πλαίσιο της ευρωζώνης κυρίως ως αποτέλεσμα του τρίτου Μνημονίου, θεσμικά ωστόσο τουλάχιστον εξακολουθεί να είναι μέρος όλων των ενοποιητικών σχημάτων (ευρωζώνη, Σένγκεν, μορφές αμυντικής ολοκλήρωσης κ.λπ.). Θα μπορέσει να διατηρήσει τη θέση αυτή; Πρέπει, έστω κι αν υψηλό ποσοστό πολιτών (71%, το υψηλότερο στην Ευρώπη) τείνει να αμφιβάλλει για την αξία της Ενωσης. Επιλογές άλλες για την Ελλάδα δεν υπάρχουν (οποιοσδήποτε παραλληλισμός με τη Βρετανία που επιχειρούν ορισμένοι ανεγκέφαλοι είναι επιεικώς αστείος). Ο κίνδυνος όμως να διολισθήσει έξω από ενοποιητικά σχήματα δεν είναι αμελητέος. Για να ακυρωθεί, τουλάχιστον δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις: (α) η Ελλάδα να εφαρμόσει το πρόγραμμα διάσωσης και να προωθήσει τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που θα της επιτρέψουν να επανέλθει στην «ευρωπαϊκή κανονικότητα» ως αξιόπιστη χώρα και (β) να διαμορφώσει και προβάλει μια συνολική ευρωπαϊκή πολιτική. Η κυβέρνηση αναφέρεται (ορθώς) στην Ευρώπη της ανάπτυξης και της απασχόλησης, αλλά με κάθε ευκαιρία ενοχοποιεί την Ευρώπη για ό,τι κακό συμβαίνει στη χώρα, ενώ αποφεύγει επιμελώς να αναφερθεί στην πολιτική Ευρώπη, στην ανάγκη για βαθύτερη τελικά ενοποίηση σε δημοκρατικές βάσεις. Εμφανίζεται έτσι να μην έχει συνολική ευρωπαϊκή πολιτική και να μην ξέρει «τι Ευρώπη θέλει». Θα πρέπει να μάθει. Αμέσως.