Ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού είναι από τη Δευτέρα ο Νούνο Ρέις, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα, πέρασε τις απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις και υπέγραψε τριετές συμβόαλιο συνεργασίας με την «πράσινη» ΠΑΕ.
Ο 25χρονος Πορτογάλος μεσοαμυντικός (ο οποίος έχει γεννηθεί στην Ελβετία, όπου είχαν μεταναστεύεσει οι γονείς του), θήτευσε στις ακαδημίες της Σπόρτινγκ Λισαβόνας, χωρίς ποτέ να παίξει στην πρώτη ομάδα των «λιονταριών».
Αγωνίστηκε ως δανεικός για δυόμιση χρόνια στη βελγική Σερκλ Μπριζ και για άλλον έναν στην Ολανένσε, ενώ πέρυσι το καλοκαίρι εντάχθηκε στο δυναμικό της Μετς, με την οποία κατέγραψε 27 συμμετοχές στη δεύτερη κατηγορία του γαλλικού πρωταθλήματος, βοηθώντας την ομάδα του να κερδίσει την άνοδο.
Ο Νούνο Μιγκέλ Περέιρα Ρέις -όπως είναι το πλήρες ονοματεπώνυμό του- υπήρξε διεθνής με τις «μικρές» εθνικές ομάδες της Πορτογαλίας και μάλιστα αγωνίστηκε ως αρχηγός στο Παγκόσμιο Κύπελλο Νέων (U20) του 2020, όπου οι Ιβηρες έφτασαν ως τον τελικό της διοργάνωσης.
Στις πρώτες του δηλώσεις μετά την υπογραφή του συμβολαίου, ο Νούνο Ρέις τόνισε: «Γενικά προτιμώ να αγωνίζομαι στο εξωτερικό, γιατί είναι διαφορετικό το επίπεδο. Στην Ελλάδα έμαθα ότι είναι υψηλό το επίπεδο, ενώ και ο Παναθηναϊκός είναι μια πολύ μεγάλη ομάδα, οπότε η απόφασή μου ήταν μάλλον εύκολη! Μόλις ενημερώθηκα για την προοπτική αυτή, δεν είχα κανένα δισταγμό να αποδεχθώ την πρόταση που μου έγινε και… να ‘μαι.
Το μεγαλύτερό μου όνειρο είναι να κατακτήσω το πρωτάθλημα με τον Παναθηναϊκό! Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο, αλλά έχουμε καλή ομάδα, αξιόλογους παίκτες, οπότε γιατί να μην το καταφέρουμε; Ο Κάρλος Φρέιτας ήταν τεχνικός διευθυντής μου στην Μετς και να ξέρετε ότι πάντα μου έλεγε πως ο Παναθηναϊκός έχει τις συνθήκες που χρειάζομαι για να εξελιχθώ σαν ποδοσφαιριστής και να μην διστάσω να πω το ναι, αν με ειδοποιούσαν κάποια στιγμή από την Αθήνα».
Όσο για το πού προτιμά να αγωνίζεται, ο Πορτογάλος είπε: «Νιώθω καλύτερα αγωνιζόμενος στη μεσαία γραμμή. Ωστόσο, θεωρώ ότι μπορώ να αποδώσω καλά και στην άμυνα. Νιώθω ότι έχω ωριμάσει πλέον και ειδικά τα δύο τελευταία χρόνια έχω καταφέρει να βελτιώσω πολύ την αντίληψή μου, την επιθετικότητα στα μαρκαρίσματα αλλά και την προσαρμογή μου στις εκάστοτε συνθήκες, είτε ως στόπερ είτε ως “κόφτης”, που είναι και τα τρία δυνατά μου στοιχεία».