Ηταν 27 Ιουνίου 2015: ο Αλέξης Τσίπρας προκήρυξε δημοψήφισμα. Ηταν το πιο πυκνό καλοκαίρι μετά τη Μεταπολίτευση. Εκείνη η στιγμή όμως έθετε τα θεμέλια μιας μεγάλης τομής που επικαιροποιούσε και ανανέωνε ταξικές και μη αντιθέσεις στο εσωτερικό του νεοελληνικού σχηματισμού. Η ένταση κορυφωνόταν. Στις 5 Ιουλίου είχαμε τις κάλπες με το δίλημμα για το Ναι ή το Οχι στο τότε σχέδιο Γιούνκερ και το ίδιο βράδυ το Οχι έπιανε 61,3%.

Προηγουμένως και για λίγες ημέρες, με μεγάλες διαδηλώσεις εκατέρωθεν και πόλεμο στον δημόσιο λόγο, ο κόσμος χωρίστηκε. Διανοούμενοι πήραν θέση δημόσια. Η χώρα έφτασε στην οριακή στιγμή της. Η συνέχεια μετά την 5η Ιουλίου είναι γνωστή. Ο Τσίπρας επέλεξε τον δρόμο της προσαρμογής στο πλαίσιο των δανειστών. Το Οχι έμεινε μετέωρο ως επιλογή. Και σήμερα, δεν είναι τυχαίο ότι μία σειρά πολιτικών δυνάμεων που επιχείρησαν να το εκταμιεύσουν δεν τα κατάφερε.

Από τη μεγάλη άρνηση

στο τρίτο Μνημόνιο

Ταξικό, ανομοιογενές, θυμικό; Στέρεο, παροδικό, διαρκές; Το Οχι, τρόπαιο και επίδικο για την Αριστερά, αποτελεί και σήμερα το κέντρο μιας συζήτησης. Η δυνητική δεξαμενή για πολλές από τις δυνάμεις του χώρου. Η ιδανική έκφραση κοινωνικής συμμαχίας.

Τελευταία ημέρα της προεκλογικής εκστρατείας πέρυσι, έγραψα σε ένα άρθρο με ποιητικές αναφορές και τίτλο «Το μεγάλο Ναι και το μεγάλο Οχι»: «Ερχεται καιρός που οι υπόγειες αντιστάσεις μιας κοινωνίας που παραμένει ζωντανή, χρειάζεται να αναδυθούν μέσα από την καταθλιπτική μιντιακή μονοτονία τού Ναι και τη σιγουριά ότι οι άνθρωποι είναι χειραγωγήσιμοι. Αντιμέτωποι με “ψυχές μαραγκιασμένες, καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί στο κλουβί του”, χρειάζεται να ορθωθεί “Il gran rifiuto”. Για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία γίνεται εκλογική διαδικασία με κλειστές τράπεζες. Ενα τέτοιο Οχι μπορεί να μετατραπεί σε ένα μεγάλο Ναι στην αξιοπρέπεια και στην ελευθερία, πριν απ’ όλα αξίες υλικές. Σε τέτοιες συνθήκες, “οι ήρωες περπατούν στα σκοτεινά”».

Δεν φανταζόμουν τότε πόσο… μεγάλο θα ήταν το μεγάλο Οχι: κόντρα στην τρομοκρατία της πράξης, τις κλειστές τράπεζες που επέβαλε η ΕΚΤ. Ούτε ότι μία εβδομάδα αργότερα η κυβέρνηση θα εξαέρωνε το πολυτιμότερο όπλο για μια συμφωνία απεμπλοκής από Μνημόνια, επιτροπεία και χρέος –τη συγκλονιστική έκφραση λαϊκής στήριξης όχι σε δύο κόμματα αλλά σε μια πολιτική, μετατρέποντάς τη στο αντίθετό της.

Ούτε πόσο βαθιά θα ήταν η σκοτεινιά για τους σημαντικότερους ήρωές του, νέους ανθρώπους που ψήφισαν πρώτη φορά. Ούτε πόσο γρήγορα φίλοι παλιοί θα βρίσκονταν στην ίδια θέση, «σαν το πουλί στο κλουβί του» κι αυτοί, λέει στα «ΝΕΑ» η Νάντια Βαλαβάνη, πρώην υπουργός και από εκείνα τα πρόσωπα που επέλεξαν να μη συμφωνήσουν με τη συνθηκολόγηση ΣΥΡΙΖΑ. Και συμπληρώνει: «Ωστόσο, κόντρα σε όλα –τις εκλογές-express εκκαθάρισης και μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ κι ανάδειξης μιας καταθλιπτικά μνημονιακής Βουλής, τις ψευδαισθήσεις περί “μεταβατικού” Μνημονίου και, προπαντός, το ίδιο το τρίτο Μνημόνιο plus και “στο διηνεκές” –το μεγάλο Οχι της 5ης Ιουλίου 2015 παραμένει η σημαντικότερη αγωνιστική παρακαταθήκη της Μεταπολίτευσης: η στιγμή που μια μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία, εγκαταλείποντας στάσεις ανάθεσης, ετοιμάζεται να πάρει τις τύχες της στα δικά της χέρια. Κάπως έτσι σήμερα ο αγώνας για το ζητούμενο μεγάλο Ναι, ενός μεγάλου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου για ανατροπή της πολιτικής και του καθεστώτος που εξουθενώνει τόπο και ανθρώπους έξι χρόνια τώρα, για ανάκτηση της κυριαρχίας της χώρας και της κυριαρχίας των ανθρώπων στη ζωή τους συνεχίζεται».

Μια ρήξη που δεν ήρθε

και η συνθηκολόγηση

Βέβαια, μπαίνουν ερωτήματα για εκείνη την ιστορική στιγμή. Για παράδειγμα, πώς αφού το Οχι ήταν περήφανο και συνειδητό, όταν μεταλλάχθηκε δεν βρέθηκε ο κόσμος που θα το υπεράσπιζε.

«Σίγουρα μέτρησε ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκε η συνθηκολόγηση ως αναγκαστική προσαρμογή σε ένα τοπίο που δεν άλλαζε. Μέτρησε το γεγονός ότι αυτός που κάλεσε στο Οχι ήταν αυτός που το πρόδωσε. Ρόλο έπαιξε και ότι ακόμη κι αυτοί που κράτησαν άλλη στάση τότε, εκείνη τη στιγμή δεν πρόβαλαν με ολοκληρωμένο τρόπο, έγκαιρα, δημόσια το τι θα σήμαινε ρήξη και να καλέσουν τον κόσμο σε μαζική κινητοποίηση. Αυτό επέτεινε ένα σάστισμα» λέει ο πανεπιστημιακός Παναγιώτης Σωτήρης, πρόσωπο επίσης της Αριστεράς και των κινημάτων, που τονίζει με έμφαση πως υπήρξε συνθηκολόγηση και «προδοσία τού Οχι» και ότι «υπήρχε δυνατότητα ρήξης και νομιμοποίηση για ρήξη».

Οι εναλλακτικές

πράξεις του Οχι

Αριστερά στον πολιτικό άξονα, οι ερμηνείες για τα περυσινά γεγονότα ποικίλλουν. Φέτος, έναν χρόνο μετά, μία σειρά αναπαραστάσεων, εκδηλώσεων, συγκεντρώσεων (η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου διοργανώνει μεγάλη συγκέντρωση στο Θέατρο Λυκαβηττού) αναβιώνουν εκείνη τη στιγμή.

Οι Χρήστος Λάσκος και Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος επιμελήθηκαν έναν τόμο με τον τίτλο: «Το Οχι που έγινε Ναι» (Εκδ. ΚΨΜ). Στελέχη και οι δύο του ΣΥΡΙΖΑ, τότε, σήμερα μέλη της Δικτύωσης Ριζοσπαστικής Αριστεράς έχουν τη δική τους ερμηνεία, φέρνοντας στο σήμερα το τότε αποτέλεσμα: «Για τις διάφορες εκδοχές τού Μένουμε Ευρώπη, το περυσινό Οχι 3,5 εκατ. ανθρώπων που έχασαν πολλά ή τα πάντα μέσα στην κρίση, ήταν απλώς τυχοδιωκτισμός: η αρχή του τέλους της φαντασίωσης ότι υπάρχει εναλλακτική, που την πληρώνουμε με ένα “ακριβό” Μνημόνιο, και η αιτία για τα capital controls που “καταστρέφουν την αγορά”. Οι ίδιοι, βέβαια, ήταν με το “υπογράψτε οτιδήποτε”· το δε πρόσφατο κανόνι του Μαρινόπουλου θύμισε πως το μείζον για την “αγορά” είναι τα περιθώρια κέρδους που δεν ανατάσσονται επαρκώς, όχι το “ρευστό”.

Ομως τα δεδομένα είναι δευτερεύουσας σημασίας: το βασικό για τους Μένουμε Ευρώπη είναι να ξεριζωθεί η “φαντασίωση” ότι γίνεται αλλιώς. Eδώ είναι που η κυβέρνηση Τσίπρα συμβάλλει τα μέγιστα, μετατρέποντας τον ΣΥΡΙΖΑ σε ασπόνδυλο εξάρτημά της. Αλλοιώνοντας τη μνήμη του ευρωεκβιασμού που η διεθνής κοινή γνώμη αποκάλεσε πραξικόπημα στις 12 Ιουλίου. Επιβάλλοντας, τελικά, τη συριζαϊκή εκδοχή τού “δεν υπάρχει εναλλακτική” με αντάλλαγμα την ανοχή των “θεσμών”, άρα περισσότερο πολιτικό χρόνο».

Το Οχι και για τους δύο βέβαια έχει και μια παροντική ή μελλοντική χροιά. «Σήμερα λοιπόν Οχι είναι ό,τι επιμένει με πράξεις πως υπάρχει εναλλακτική: οι αντιμνημονιακές απεργίες και 5 εκατ. άνθρωποι που στήριξαν τους πρόσφυγες από το 2015. Η ΒΙΟΜΕ και οι Σκουριές που αντέχουν. Το κατειλημμένο City Plaza που εξασφαλίζει στέγη για 200 προσφυγόπουλα. Οι αντιφασιστικές ομάδες που δίνουν μάχες, από τη δίκη της Χρυσής Αυγής μέχρι τις γειτονιές. Οι κινήσεις πολιτών που δεν συμμερίζονται το αναπτυξιακό “όραμα” του Μαξίμου για τον Πειραιά, το Ελληνικό ή τη Ρόδο. Η Αριστερά που δεν συνθηκολόγησε, που ετοιμάζει τη φθινοπωρινή μάχη για τα εργασιακά και που προσβλέπει στην εξέγερση των γάλλων εργαζομένων, το βρετανικό L(eft)exit, τους τούρκους αντικαθεστωτικούς και την κουρδική αντίσταση.

Η εναλλακτική, όπως και το περσινό Οχι, είναι ζήτημα ισχύος: όχι ηθικής, προπαγάνδας, προβεβλημένων ηγεσιών ή αγαθών προθέσεων. Είναι μια πρόκληση που επείγει να αναλάβουμε. Αν δεν το κάνουμε, πιθανότατα θα το κάνουν οι φασίστες» συμπληρώνουν.

«Η χώρα θα έπρεπε

να πάρει άλλον δρόμο»

Πρωταγωνιστής και πρόσωπο των ημερών του καλοκαιριού του 2015 ήταν, βέβαια, και ο Παναγιώτης Λαφαζάνης. Ο πρώην υπουργός και σήμερα επικεφαλής της Λαϊκής Ενότητας ήταν τότε άτυπος αρχηγός της Αριστερής Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ και εκφραστής της μη συνθηκολόγησης με τους δανειστές. Εναν χρόνο μετά, λέει στα «ΝΕΑ»: «Το Οχι άνοιγε έναν δρόμο: την ακύρωση του Μνημονίου, την έξοδο από την ευρωζώνη. Σηματοδοτούσε το τέλος της μνημονιακής Ελλάδας και της υποτέλειας. Η χώρα θα έμπαινε σε άλλη προοπτική. Το Οχι ήταν το συγκλονιστικό μήνυμα του ελληνικού λαού. Η απόρριψη του σχεδίου Γιούνκερ ήταν απόρριψη των Μνημονίων. Το έθαψε, το ξεπούλησε, το πρόδωσε ο Τσίπρας». Καυστικός και σκληρός ο Λαφαζάνης συμπληρώνει εξίσου γλαφυρά: «Η χώρα θα έπρεπε να πάρει άλλον δρόμο. Σύγκρουση με τους πιστωτές. Είναι σαφές πως τίναζε στον αέρα όλη τη μνημονιακή Ελλάδα». Για τον ίδιο το Οχι ήταν «συντριπτικό, ταξικό, χώρισε την Ελλάδα σε πλούσιους και φτωχούς».

Η ανομοιογένεια

στις δύο όχθες

Ενδεικτικό εκείνων των ημερών: το Οχι λαμβάνει στο Πέραμα 76,64%. Το Ναι θριαμβεύει στην Εκάλη με 84,62%. Το φόντο πάντως ήταν ρευστό και δεν ερμηνεύεται ευθύγραμμα. Για παράδειγμα, παρά τις σαφείς γραμμές, η ανομοιογένεια στις δύο όχθες (πολιτικά και κοινωνικά) είναι δείκτης και μιας συγκυρίας δύσκολα αναγνώσιμης . Η ΓΣΕΕ τάχθηκε με το Ναι. Η Μύκονος ψήφισε Οχι. Η έκβαση ενέτεινε το μπέρδεμα. «Το Οχι έγινε Ναι. Εφερε απογοήτευση στα λαϊκά στρώματα. Και πάνω απ’ όλα, λειτούργησε σταθεροποιητικά για το σύστημα. Πήγαμε σε εκλογές με παραπλανητικά ερωτήματα. Βεβαίως, δεν ψήφισαν Οχι μόνο οι αριστεροί. Η ευρεία πλειοψηφία λειτουργούσε με το ένστικτο. Με τον πατριωτισμό. Θα το βρούμε μπροστά μας το Οχι. Μετά το Brexit γίνεται πιο ρεαλιστικός ένας άλλος δρόμος» συμπληρώνει ο Λαφαζάνης.

Περίπου συνομήλικός του και από την ίδια γενιά της αντιδικτατορικής πάλης ο Αγγελος Χάγιος, μέλος της ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στέλεχος του ΝΑΡ, παραμένει πιστός στον ακόμη πιο ριζοσπαστικό τρόπο: «Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέτρεψε το λαϊκό Οχι λόγω της στρατηγικής επιλογής του να διαχειριστεί την κυβερνητική πολιτική εντός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εναν χρόνο μετά, το Οχι του λαού είναι εδώ και μπορεί να νικήσει. Μπορεί να επικρατήσει η δυναμική των από κάτω και όχι η απογοήτευση. Προϋπόθεση, βέβαια, να ξεπεραστούν οι αυταπάτες που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ για τη συνέχεια στη λειτουργία του κράτους και τη δυνατότητα εναλλακτικής διαχείρισης του καπιταλισμού. Για το ότι υπάρχει πολιτική καλή και για τους δανειστές και για τον λαό, και για το κεφάλαιο και για τους εργαζόμενους. Για την “αριστερή κυβέρνηση” που θα ανατρέψει την αντεργατική επίθεση στο πλαίσιο του συστήματος και της ΕΕ» λέει ο Χάγιος και συμπληρώνει: «Κρίσιμο κομβικό ζήτημα: μόνο η ρήξη και αποδέσμευση από την ΕΕ των Μνημονίων, του ρατσισμού και των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων μπορεί να ανοίξει δρόμους για άλλη πολιτική. Το τριπλό αυτό Οχι, η απελευθέρωση από τη φυλακή του ευρώ και της ΕΕ αποτελεί όρο ζωής για τον λαό μας. Ο λαός δεν φοβήθηκε ούτε πέρυσι στην Ελλάδα ούτε φέτος στη Βρετανία. Ας μη φοβηθεί η μαχόμενη Αριστερά».