«Δεν μου αρέσει να πατρονάρω τον θεατή. Δεν θέλω να του μεταδίδω τέτοια συναισθήματα ενοχής –απεχθάνομαι αυτό το σινεμά. Για μένα, καλή ταινία είναι αυτή που μένει στη μνήμη, αυτή στην οποία επανέρχεσαι δίχως ακριβώς να γνωρίζεις το γιατί. Υπάρχουν βέβαια κι αυτές που τρέχουν με χίλια από το πρώτο καρέ, που σε καθηλώνουν και σε κυριεύουν ενώ τις βλέπεις. Μόλις όμως τελειώνουν, δεν θυμάσαι απολύτως τίποτα. Εγώ αισθάνομαι εξαπατημένος όταν συμβαίνει αυτό. Υπάρχουν και φιλμ αργά, “βαρετά” θα έλεγε κάποιος άλλος, που όμως έχουν μια δύναμη, μια επιμονή. Χίλιες φορές μια ταινία που αποκοιμίζει τον θεατή μέσα στην αίθουσα, παρά μια άλλη που τον αιχμαλωτίζει, τον παίρνει δηλαδή όμηρό της, και τον προκαλεί. Δηλαδή μια ταινία τρυφερή, ευγενική, που προτιμά να κοιμίσει τον θεατή της από το να τον ενοχλήσει. Και εγώ έχω αποκοιμηθεί με κάποιες ταινίες. Κάτι όμως με έκανε να τις δω ξανά και ξανά. Και από εκεί που με κοίμιζαν, ξαφνικά με κρατούσαν ξύπνιο μέσα στη νύχτα, προσπαθώντας να εξηγήσω αυτό που μου συνέβη».

Ο Αμπάς Κιαροστάμι, ο άνθρωπος που με το έργο του έκανε γνωστό στον κόσμο το ιρανικό σινεμά, πέθανε χθες, σε ηλικία 76 ετών, ύστερα από μάχη με τον καρκίνο ενώ βρισκόταν σε κώμα τους τελευταίους μήνες. «Ο Αμπάς Κιαροστάμι που ταξίδεψε στη Γαλλία για θεραπεία, πέθανε» μετέδωσε πρώτο το μη κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Isna, ενώ τον θάνατό του επιβεβαίωσε η Ακαδημία Κινηματογράφου του Ιράν.Ο Κιαροστάμι, γεννημένος το 1940 στην Τεχεράνη, με περγαμηνές στη ζωγραφική και στη διαφήμιση, ήταν για το ιρανικό Νέο Κύμα ό,τι και ο Ρομπέρτο Ροσελίνι για τον ιταλικό νεορεαλισμό: ο κύριος εκφραστής ενός ρεύματος που συνέχισε να τροφοδοτεί τις οθόνες και τις λίστες των φεστιβάλ (ανάμεσά τους το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης όπου ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής) με μεγάλες ταινίες και ακόμα μεγαλύτερους δημιουργούς, όλοι τους φίλοι και συνεργάτες του αποθανόντος κινηματογραφιστή που αφήνει πίσω του μια εξαιρετικά σημαντική φιλμογραφία.

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ. Από τον «Μουσαφίρη» του 1974 και το «Πού είναι το σπίτι του φίλου μου;» του 1987 μέχρι το «Μέσα στους ελαιώνες» του 1994 (για πολλούς, το αριστούργημά του) και τη «Γεύση του κερασιού» που του χάρισε τον Χρυσό Φοίνικα το 1997 (εξ ημισείας με το «Χέλι» του Σοχέι Ιμαμούρα –πρόεδρος της επιτροπής εκείνη τη χρονιά ο Νάνι Μορέτι, μέγας θαυμαστής του Κιαροστάμι), ο ιρανός σκηνοθέτης καταπιάστηκε με ιστορίες μικρές, ανθρώπινες, τοποθετώντας στο επίκεντρο των κάδρων του χαρακτήρες σε υπαρξιακή ή ερωτική σύγχυση, χαρίζοντάς τους μικρές στιγμές αθωότητας, τόσο φωτεινές και καθάριες στην ταπεινότητά τους που σε διαπερνούσαν και σε μάγευαν με τα πιο απλά, «χωματένια» υλικά. Αυτές τις ιστορίες υπηρέτησε μέχρι τέλους με ταινίες όπως το «Γνήσιο αντίγραφο» του 2010 και το «Κάτι σαν έρωτας» του 2012. Η λογική του απλή: «Αφού δεν μπορούμε να κάνουμε μια ταινία για κάθε άνθρωπο σ’ αυτήν τη γη, ας κάνουμε ταινίες για ξεχωριστούς ανθρώπους ή για απλούς, καθημερινούς ήρωες σε ασυνήθιστες καταστάσεις. Τι μας λένε αυτοί οι άνθρωποι; Ενα και μόνο πράγμα: πως τους μοιάζουμε. Και γι’ αυτό κάνουμε σινεμά». Γι’ αυτό και είναι τόσο βαθιά και επώδυνη η απώλειά του, που έρχεται σε μια περίοδο γεμάτη κινηματογραφικές εικόνες βουτηγμένες στον κυνισμό.