«Σκοτάδι!». Το πρόσταγμα του Γιάννη Χουβαρδά έδινε τέλος στην πρόβα των «Ευμενίδων» στο πάρκινγκ του Ελληνικού Κόσμου. Ηθοποιοί και τεχνικοί άρχισαν να κατευθύνονται προς το υπόστεγο που φιλοξενεί τα διαλείμματά τους. Λίγη ώρα πριν, δύο εικόνες έμεναν σφηνωμένες στο μυαλό του εξωτερικού παρατηρητή. Η σκηνή όπου η βοηθός του σκηνοθέτη Σύλβια Λιούλιου υποδυόταν έναν ένορκο. Αλήθεια, οι υπόλοιποι ένορκοι πού βρίσκονταν; Πώς προέκυψαν οι υπολογισμοί για την απαλλαγή του Ορέστη με την ψήφο της Αθηνάς που προσμετρήθηκε διπλή (περισσότερα spoilers δεν επιτρέπονται); Λίγη ώρα πριν η Στεφανία Γουλιώτη ανέβαινε πάνω σε ένα ξύλινο βάθρο (ή μήπως ντουλάπα;) 3,5 μέτρων, σχεδιασμένο από την Εύα Μανιδάκη. Η ηθοποιός στάθηκε εκεί ντυμένη στο ολόλευκο κοστούμι της και μεταμορφώθηκε σε Αθηνά για να ηγηθεί της δίκης του Ορέστη. Φτιάχνοντας τα μαλλιά της τραγουδούσε στίχους του 1947: «Η ζωή αρχίζει με μας, με τραγούδια, με γέλια» (μουσική Ανδρέα Πόγγη και στίχοι Κώστα Κοφινιώτη), προδίδοντας κάτι από τη μουσική ατμόσφαιρα που έχτισε ο Σταύρος Γασπαράτος αλλά και τη χρονική περίοδο που επέλεξε ο Χουβαρδάς για να τοποθετήσει την τριλογία του Αισχύλου και να αφηγηθεί τον κύκλο αίματος των Ατρειδών μέσα σε 2 ώρες και 20 λεπτά.

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ. Ο ίδιος επισημαίνει σχετικά: «Είναι μια προσφιλής περίοδος που αφορά τον πόλεμο και τον εθνικό διχασμό. Ξέρω ότι μπορεί να κομίζω γλαύκα εις Αθήνας. Το έχουν ξανασκεφτεί άλλοι, όπως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στον “Θίασο”. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την “Ορέστεια” και όχι με μια διασκευή. Το περίγραμμα της εν λόγω εποχής μάς δίνει αχνές αναφορές, αλλά και την ένταση της προσωπικής και συλλογικής μνήμης. Γνωρίζουμε γι’ αυτή την περίοδο, επειδή έχουμε γνωστούς ή συγγενείς που έχουν ζήσει ή πεθάνει τότε». Στην ανάγνωση του Χουβαρδά, ο Αισχύλος δίνει ψήγματα από τη μήτρα της βίας σκιαγραφώντας με αριστοτεχνικό τρόπο το μέλλον της. Στην τοιχογραφία της «Ορέστειας» γκρεμίζεται το παλιό και γεννιέται κάτι άλλο, το οποίο αφήνεται στα χέρια των ανθρώπων να το δημιουργήσουν. Είναι δύσκολο να φωτίσει κανείς αυτή την αιματηρή τροχιά της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας χωρίς να πέσει στον τοίχο της παραδοχής, ο οποίος συνδέει την αναγέννηση ενός έθνους με τις θυσίες των παιδιών του. Για τον Χουβαρδά «οι παλαιότερες γενιές μεταφέρουν ένα βάρος ενοχής στη νεότερη –τη θυσιάζουν εμμέσως δηλαδή –και την καταδικάζουν να μην έχει μια ζωή ελεύθερη και ευτυχισμένη, αλλά να την κυνηγούν συνεχώς οι Ερινύες των παλαιότερων γενεών». Ερχεται λοιπόν το κράτος να λύσει αυτήν τη διαφορά και ιδρύει τον Αρειο Πάγο. «Αλλά το κράτος δεν μοιράζει ευτυχία στους ανθρώπους. Η ευτυχία ούτε εξαγοράζεται ούτε διανέμεται με κρατικές αποφάσεις. Η ευτυχία είναι ιδιάζον ζήτημα και συνδέεται με τα μύχια του καθενός. Ο σκοπός των ανθρώπων είναι να ευτυχούν, αλλιώς δεν έχουν λόγο να υπάρχουν».

Με αυτή την ποιητική ματιά στον αισχύλειο στοχασμό, ο σκηνοθέτης κοιτάζει λοξά τη σκληρή και σκοτεινή πλευρά των ηρώων και κυρίως του Ορέστη. Είναι χαρακτηριστική η στιγμή που προτρέπει τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη –ανεβασμένο πάνω στο τραπέζι ενός σαλονιού –να πανηγυρίσει τη νίκη του με «ναζιστική διάθεση» (όσο προκλητικό κι αν ακούγεται σε πρώτη ανάγνωση), υπό το βλέμμα του «φαντάσματος» της Κλυταιμνήστρας – Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη. «Είναι ένας κωδικός για να συνεννοηθούμε. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Ορέστης όπως και όλοι οι ήρωες του έργου έχουν μια στάση απόλυτη απέναντι στους ανθρώπους, στη ζωή, στο πώς σκέφτονται και πώς ενεργούν. Ο Ορέστης είναι ένα πλάσμα φοβισμένο και μειονεκτικό, όπως είναι ένα παιδί που έχει μεγαλώσει εξόριστο, είναι τραυματισμένο πολύ σοβαρά και σκοτώνει τη μητέρα του. Ενα τέτοιο πλάσμα δεν μπορεί να είναι φυσιολογικό μετά. Εχει συγγένεια με απολυταρχικές καταστάσεις. Και με τη στάση του δείχνει να μην έχει διδαχθεί τίποτε από αυτά που του συνέβησαν». Τι κρατάει ο Γιάννης Χουβαρδάς από τον λόγο της αισχύλειας τριλογίας; «Το “πάθει μάθος”, το οποίο δυστυχώς δεν εφαρμόζεται στη ζωή. Ολη η διαδικασία των ηρώων περνάει μέσα από αυτό. Αλλά υπάρχει και μια άλλη διάσταση. Στη ζωή προκύπτει μια αναπόφευκτη διαδρομή για όλους: δρώντας παθαίνουμε και υποφέρουμε. Πάντως δεν μπορούμε ούτε να μη δράσουμε αλλά ούτε και να μην υποφέρουμε».

Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης – Ορέστης

«Δεν ξέρω αν ο Ορέστης αναζητά δικαιοσύνη. Σίγουρα θέλει να εκδικηθεί έχοντας πάρει εντολή από τον Απόλλωνα. Ομως, αν επιμείνουμε στο θέμα της δικαιοσύνης, θα δούμε ότι αυτό που αφηγείται η “Ορέστεια” είναι ότι το Σύμπαν περνάει από το χάος σε κάποιου είδους οργάνωση. Δεν μπορεί να απαντηθεί αν αποδίδεται δικαιοσύνη –που ούτως ή άλλως δεν είναι κάτι αντικειμενικό. Είναι μια φαντασιακή κατασκευή του ανθρώπου όπως και οι υπόλοιπες αξίες. Είναι τρόποι στους οποίους έχουμε συμφωνήσει για να ζούμε καλύτερα μεταξύ μας. Η “Ορέστεια” φτιάχνει έναν κόσμο τεράτων, αλλά πού τον αφήνει;».

Νίκος Κουρής – Αγαµέµνων

«Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι έχω αποκρυπτογραφήσει τη σφαίρα μέσα στην οποία κινείται ο Αγαμέμνων. Και για να είμαι ειλικρινής, αυτή η ανάγκη υποχωρεί αναγκαστικά μπροστά στις απαιτήσεις κατά τις πρόβες. Ομως υπάρχουν στοιχεία ευανάγνωστα σε αυτή την προσωπικότητα. Ο στρατηλάτης που γύρισε έχοντας τη νίκη της Τροίας στα χέρια του είναι πια κατεστραμμένος, αλλοιωμένος. Επέστρεψε έπειτα από δέκα χρόνια πολέμου και αυτό έχει συνέπειες. Παραδόθηκε στη μοίρα του. Μοιάζει σχεδόν να έχει αποδεχθεί τον θάνατο και αυτό είναι κάτι που κρατάω στο μυαλό μου».

INFO

«Ορέστεια», 8-9/7 στις 21.00, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης. Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη. Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη. Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος. Παίζουν ακόμη: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Κλυταιμνήστρα), Στεφανία Γουλιώτη (Ηλέκτρα, Αθηνά), Νίκος Ψαρράς (Απόλλων, Πυλάδης), Αλκηστις Πουλοπούλου (Κασσάνδρα, Πυθία), Δημήτρης Παπανικολάου (Αίγισθος), Ιερώνυμος Καλετσάνος (Κήρυκας), Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Φύλακας), Σύρμω Κεκέ (Κορυφαία), Χριστίνα Μαξούρη (Κορυφαία, Δούλα), Πολύδωρος Βογιατζής (Κορυφαίος). Προπώληση (5 – 45 ευρώ): viva.gr, Πανεπιστημίου 39, Ηρώδειο, καταστήματα Public