Μια μέθοδος που δεν είχε ξαναχρησιμοποιηθεί μέχρι σήμερα ήταν εκείνη που έβαλε τέλος στην ανταλλαγή πυρών μεταξύ αστυνομικών και του δράστη της αιματηρής επίθεσης στο Ντάλας: ένα ρομπότ πλησίασε τον ένοπλο και εξερράγη.
Η αστυνομία της μεγαλούπολης του Τέξας αιτιολόγησε την απόφαση για τη χρήση του ρομπότ εξηγώντας ότι ήθελε να προστατεύσει τους αστυνομικούς, οι οποίοι μετρούσαν ήδη πέντε θύματα μεταξύ των συναδέλφων τους από την επίθεση του 25χρονου πρώην στρατιωτικού Μάικ Τζόνσον στο τέλος μιας πορείας διαμαρτυρίας για την αστυνομική βία εις βάρος των μαύρων πολιτών. Οταν εστάλη το ρομπότ οι αστυνομικοί διαπραγματεύονταν ήδη κάποιες ώρες με τον Τζόνσον και είχαν ανταλλάξει πυροβολισμούς. Η απόφαση προκαλεί μεγάλη συζήτηση για την αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση της αστυνομικής δύναμης και τη χρήση δύναμης πυρός από μακριά –γίνεται λόγος για μια νέα εποχή στην αστυνόμευση και εγείρονται ερωτήματα για το είδους απονομή δικαιοσύνης που μπορεί να υπάρξει αν γίνεται χρήση τέτοιων όπλων.
Ο επικεφαλής του αστυνομικού σώματος του Ντάλας Ντέιβιντ Μπράουν δήλωσε ότι χρησιμοποιήθηκε ένα από τα «ρομπότ βόμβες» που είχε στη διάθεσή του –σε ένα από τα «χέρια» του ρομπότ τοποθετήθηκε εκρηκτικός μηχανισμός ο οποίος πυροδοτήθηκε από μακριά όταν εκείνο έφθασε κοντά στον ένοπλο. «Οι άλλες επιλογές που είχαμε θα έθεταν τους αστυνομικούς σε σοβαρό κίνδυνο» πρόσθεσε. Παρότι μέχρι στιγμής δεν έχουμε μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για την επιχείρηση, όλα δείχνουν ότι αξιωματικοί έκαναν μετατροπές σε ένα ρομποτικό όχημα που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά βομβών, το οποίο συνήθως έστελναν για έλεγχο σε επικίνδυνα μέρη ή για να απομακρύνει εκρηκτικούς μηχανισμούς ώστε αργότερα να απενεργοποιηθούν. Του πρόσθεσαν «ένα χέρι και κάτι σαν παλάμη ώστε να κρατά τον εκρηκτικό μηχανισμό, ο οποίος αποτελούνταν από μισό κιλό C4». Ο Τζόνσον ο οποίος είχε βάλει στο στόχαστρο λευκούς αστυνομικούς που συνόδευαν τους διαδηλωτές του κινήματος Black Lives Matter, βρισκόταν ταμπουρωμένος στο γκαράζ ενός κολεγίου. Ο πρώην στρατιωτικός είχε υπηρετήσει στο Αφγανιστάν και τον τελευταίο καιρό μελετούσε στο Ιντερνετ στρατιωτικές τακτικές.
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ. Ωστόσο η απόφαση να σταλεί βόμβα με ρομπότ εξέπληξε ακόμα και πρώην αλλά και νυν στελέχη της αστυνομίας, τα οποία εκφράζουν την άποψη ότι αυτή η νέα τακτική θολώνει τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αστυνόμευσης και πολεμικών πρακτικών. Αρκετά από αυτά τα στελέχη υποστηρίζουν, στους «Νιου Γιορκ Τάιμς», ότι ίσως βρισκόμαστε μπροστά σε περιστατικό υπερβολικής βίας που δημιουργεί προηγούμενο και προσθέτουν ότι ανησυχούν επειδή και άλλα αστυνομικά σώματα σε όλες τις ΗΠΑ μπορεί να αρχίσουν να χρησιμοποιούν τέτοιες τακτικές. Και βέβαια το περιστατικό στο Ντάλας αποτελεί πλέον ζήτημα, το οποίο μελετούν οι αστυνομικές δυνάμεις σε όλο τον κόσμο.
«Οσο πιο πολύ απομακρύνουμε τον αστυνομικό από τη χρήση βίας και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει τόσο πιο εύκολο γίνεται να χρησιμοποιηθεί αυτή η τακτική» λέει ο Ρικ Νέλσον, ειδικός του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών και πρώην μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας σε θέματα αντιτρομοκρατίας. «Κάτι ανάλογο έχουμε κάνει με τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη στις πολεμικές συγκρούσεις. Εκεί, όμως, στόχος μας είναι να σκοτώσουμε. Οσον αφορά την εφαρμογή του νόμου από την αστυνομία, υπάρχει μια διαφορετική αποστολή».
Αλλοι αξιωματούχοι υποστήριξαν αυτή την πρακτική τονίζοντας ότι θα λάμβαναν την ίδια απόφαση αν είχαν να αντιμετωπίσουν μια παρόμοια κατάσταση. Σε συνέντευξη Τύπου, ο επικεφαλής της αστυνομίας της Νέας Υόρκης Γουίλιαμ Μπράτον δήλωσε πως παρότι περιμένει να μάθει ακριβώς τι συνέβη στο Ντάλας, «έχουμε και εμείς τις ίδιες δυνατότητες. Ο δράστης είχε σκοτώσει πέντε αστυνομικούς. Επιβραβεύουμε την απόφασή τους».
Η Ελίζαμπεθ Τζον, όμως, καθηγήτρια Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, δήλωσε στην «Γκάρντιαν» ότι η χρήση «δολοφονικών ρομπότ από την αστυνομία προκαλεί πλήθος νέων νομικών, τεχνικών και ηθικών ερωτημάτων». Ξέροντας ότι η χρήση θανάσιμης βίας από αστυνομικούς επιτρέπεται βάσει του νόμου «όταν απειλούνται άμεσα οι αστυνομικοί ή άλλοι» παρατηρεί η Τζον, «δεν είναι ξεκάθαρο τι ισχύει αν η απειλή αφορά ένα ρομπότ».
Η χρήση ρομπότ και εκρηκτικού μηχανισμού έγινε εν μέσω μιας μεγάλης συζήτησης αν τα αστυνομικά σώματα, τα οποία έχουν αγοράσει εξοπλισμό από το Πεντάγωνο που είχε χρησιμοποιηθεί στους πολέμους του Ιράκ και του Αφγανιστάν, έχουν στρατιωτικοποιηθεί. Κατά τη διάρκεια των φυλετικών ταραχών στο Φέργκιουσον του Μισούρι πριν από δύο χρόνια, οι αστυνομικοί είχαν αντιμετωπίσει τις διαδηλώσεις με στρατιωτικό εξοπλισμό προκαλώντας πολλούς από τους διαμαρτυρόμενους πολίτες που εξέφραζαν τον φόβο τους.
ΠΟΛΛΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ. Η απόφαση για τη χρήση του ρομπότ προκαλεί πολλά αναπάντητα ερωτήματα, μεταξύ των οποίων και αν θα μπορούσε να έχει σκοτώσει τον δράστη ένας ελεύθερος σκοπευτής. Επίσης, δεν είναι ξεκάθαρο γιατί η αστυνομία βιάστηκε να δράσει και δεν άφησε να περάσουν αρκετές ώρες ώστε αυτός να εξαντληθεί. Η χρήση εκρηκτικών μηχανισμών δημιουργεί και άλλες ανησυχίες όπως η καταστροφή περιουσιών και η πρόκληση πυρκαγιών.
Μια από τις λίγες φορές που η αμερικανική αστυνομία χρησιμοποίησε εκρηκτικά ήταν το 1985, όταν αξιωματικοί στη Φιλαδέλφεια βομβάρδισαν τα γραφεία μιας απελευθερωτικής οργάνωσης μαύρων, ονόματι Move. Εντεκα μέλη της ομάδας μεταξύ των οποίων και πέντε παιδιά είχαν σκοτωθεί και από τη φωτιά που ξέσπασε καταστράφηκαν 60 γειτονικά σπίτια. Tα εκρηκτικά, τότε, τα είχε ρίξει ελικόπτερο της αστυνομίας. Τον Νοέμβριο του 2014 η αστυνομία του Αλμπουκέρκι χρησιμοποίησε ένα ρομπότ για να στείλει «χημικές ουσίες» στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, όπου είχε ταμπουρωθεί ένας ένοπλος. Οταν ενημερώθηκε γι’ αυτό ο ένοπλος παραδόθηκε στις Αρχές.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ανησυχούν ότι αυτά τα στρατιωτικού τύπου όπλα θα χρησιμοποιούνται όλο και πιο συχνά στο μέλλον. Αυτό σημαίνει ότι η αστυνομία θα προσανατολιστεί περισσότερο στη φυσική εξουδετέρωση του δράστη, παρά στη σύλληψη και την προσαγωγή του σε δίκη –ζοφερή προοπτική για την αμερικανική κοινωνία, η οποία βρίσκεται ήδη σε ένταση λόγω των αυξανόμενων δολοφονιών μαύρων από αστυνομικούς.
Αστυνομία με πολεμικό υλικό
Η αστυνομία στις ΗΠΑ τα τελευταία δύο χρόνια αγοράζει από τον στρατό εξοπλισμό που χρησιμοποιήθηκε στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει αρνηθεί να απαγορεύσει στο Πεντάγωνο να πωλεί αυτόν τον εξοπλισμό, λέγοντας ότι έτσι ενισχύεται η αστυνόμευση στις αμερικανικές πόλεις.