ο Σάββατο κατέθεσα την παλαιότερη και ισχύουσα έως τώρα άποψή μου για το σημαντικότερο θεατρικό κείμενο της Ιστορίας, την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Κείμενο που έχει σχολιαστεί μέσα στους αιώνες, χωρίς να εξαντλήσει τους ερεθισμούς που προκαλεί στη σκέψη, στο συναίσθημα, ακόμη και στο ένστικτο ανθρώπων κάθε φυλής, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικής σκέψης, ψυχισμού ή νομικής οργάνωσης της κοινωνίας.

Γι’ αυτό και είχα χαρακτηρίσει την τριλογία του Αισχύλου κριτήριο για κάθε εποχή και για τον συγκεκριμένο σημερινό ελληνικό λαό κριτήριο γενιάς.

Πες μου πώς βλέπεις και πώς εισπράττεις το ήθος και τη διάνοια των τεκταινομένων στο ποιητικό σώμα του Αισχύλου να σου πω ποιος είσαι. Αλλη μια φορά ας παραπέμψουμε στην παρομοίωση του Σαίξπηρ στον «Αμλετ»: «Το θέατρο είναι ο καθρέφτης μέσα στον οποίο μια κοινωνία αντικρίζει τον εαυτό της». Δεν είναι τυχαίο πως τη ρήση επαναλαμβάνει και ο Γκόγκολ στα σχόλιά του στον «Επιθεωρητή».

Αλλά προσοχή!! Πρέπει να είσαι σίγουρος σε ποιον καθρέφτη κοιτάς! Γιατί υπάρχει έντονη η περίπτωση να κοιτάς στον καθρέφτη που κοιτούσε και η μητριά τής Χιονάτης! Αλήθεια γιατί μας αφορά η «Ορέστεια»; Ενα καλλιτεχνικό και ιδεολογικό μόρφωμα του 458 π.Χ., γραμμένο για άλλο πολιτικό σύστημα, για άλλους πολίτες, σε άλλο θρησκευτικό δόγμα πιστεύοντες, σε άλλες κοινωνικές ανάγκες, ήθη, ιδέες ζώσες. Τι έχει να πει σήμερα σ’ έναν ευρωπαίο οιονεί χριστιανό, έστω δημοκράτη αστικού τύπου, ηθικώς ελευθεριάζοντα Ελληνα;

Αν δεν απαντήσει κανείς σ’ αυτά τα ερωτήματα και καταπιάνεται με την ερμηνεία τη σκηνική ενός θεατρικού κειμένου είναι κυριολεκτικά χαμένος στη μετάφραση.

Η λύση σε τέτοιου είδους ιδεολογικά αισθητικά ζητήματα είναι πάντα η σωτήρια Αναλογία. Αλλά, ως γνωστόν, η αναλογία είναι ένα κλάσμα όπου η πιστότητα της σχέσεως πεδίου αναφοράς και πεδίου τιμών ιδανικά τείνει στη μονάδα. Οσο απομακρύνεται από τη μονάδα, όσο δηλαδή μικραίνει ο αριθμητής και μεγαλώνει ο παρονομαστής, το χάος είναι αγεφύρωτο.

ΚΑΤΑΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΟΓΙΑ. Είναι πολύ της μόδας ιδιαίτερα με τον καλπάζοντα στις μέρες μας μεταμοντερνισμό η καταφυγή στην αναλογία, ανεξάρτητα αν τα μεγέθη που συγκρίνει αναλογίζονται. Αντίθετα, όσο σε πείθουν πως δεν αναλογίζονται τόσο τα βιάζεις να υποστούν ακρωτηριασμούς, βιασμούς, ταριχεύσεις, διασυρμούς μέχρι να υποκύψουν. Πώς θα αναλογίσεις την «Ορέστεια», ένα θεμελιώδες κείμενο της ακμής της άμεσης Δημοκρατίας στην Αθήνα όπου ο άνθρωπος έχει νόημα και αξία μόνο ως πολίτης, διότι χωρίς την ιδιότητα του πολίτη καθίστατο Ατιμος και Αχρείος, σβηνόταν από τα Μητρώα και μπορούσε ο καθένας να τον σκοτώσει σαν το σκυλί χωρίς να δώσει πουθενά λογαριασμό.

Πώς να αναλογίσεις την «Ορέστεια» στην οποία αντιπαρατάσσονται η φθίνουσα μητριαρχία και η ανενδοίαστη πατριαρχία και όπου κυριαρχεί ως ιδεολογικό και ηθικό μότο: «Κάθε φόνου πληγή, μ’ άλλου φόνου πληγή να πληρώνεται. Κάμεις, να βρεις. Ο πανάρχαιος νόμος προστάζει».

Πώς να αναλογίσεις την «Ορέστεια» όταν κυριαρχεί το ηθικό, νομικό και κοινωνικό πρόταγμα: «Ο πατέρας γεννά, η μητέρα απλώς τίκτει, είναι μια αποθήκη του πατρικού σπέρματος, άρα ο φονιάς της μητέρας του αθωώνεται, ενώ η συζυγοκτόνος τιμωρείται αφού μακέλεψε άνδρα! Πώς να αναλογίσεις την «Ορέστεια» όταν το θεμελιώδες τρίτο μέρος της τριλογίας φθάνει σε ηρακλείτεια βάθη φιλοσοφικού στοχασμού και ύψιστης διαλεκτικής αφού δογματίζει πως το Καλό και το Κακό δεν είναι αντιφατικές έννοιες, όπως θα ισχυριστεί αργότερα ο Αριστοτέλης και ολόκληρη η Δύση έως σήμερα, αλλά μεταπτώσεις αφού το καθένα είναι μέσα στο άλλο ως δυνατότητα. Μέσα στη γέννηση ενυπάρχει ο θάνατος, μέσα στον θάνατο καιροφυλακτεί η νέα ζωή και μέσα στις Ερινύες φωλιάζουν οι Ευμενίδες.

Και πώς ένας σύγχρονος σκηνοθέτης θα αναλογίσει σκηνικά την «Ορέστεια» όταν ο μεταφραστής του έργου του θεωρεί πως ο άνθρωπος είναι Κακός και η Δικαιοσύνη που εγκαθιδρύει ο Αισχύλος με την ίδρυση του Αρείου Πάγου είναι ουτοπία και μια ποιητική φαντασίωση;

Πώς να αναλογίσεις την «Ορέστεια» όταν ο μεταφραστής σιχαίνεται τον Πλάτωνα (άρα και τον Σωκράτη, που πιστεύει πως ο άνθρωπος είναι φύσει Καλός) και γενικώς βδελύσσεται τον σύγχρονο Ελληνα!!

Ο Γιάννης Χουβαρδάς, έσχατος σκηνοθέτης μιας αλυσίδας αξιόλογων καλλιτεχνών (από τον Θωμά Οικονόμου και τον Φώτο Πολίτη έως τον Ευαγγελάτο και τον Μιχαηλίδη) προσπάθησε να βρει την αναλογία και την πάτησε άσχημα.

Δεν είναι ο Αγαμέμνων ένας Αρης Βελουχιώτης με την ντουντούκα στα Δεκεμβριανά!

Δεν είναι η Κλυταιμνήστρα μια μοιχαλίδα σύζυγος συνταγματάρχου που σερβίρει φοντανάκια και λικέρ στη γειτονιά!

Δεν είναι ο Ορέστης ένας μυωπικός χαμένος νεαρός που κυνηγάει τη μάνα του παίζοντας την τυφλόμυγα.

Δεν είναι η Κασσάνδρα μια λυσσασμένη σεξομανής που ορμάει σ’ ένα μέλος του Χορού, ούτε βέβαια είναι μια πατσαβούρα που σέρνεται λιγωμένη στις μπότες του αφέντη.

Και βέβαια ο Απόλλων δεν είναι σαν τον παλιό κομψό κονφερανσιέ Απόλλωνα Γαβριηλίδη με αρζαντέ κοστούμι.

Και βέβαια οι Χοροί του Αισχύλου δεν είναι καλεσμένοι σε πάρτι ή σε μνημόσυνο προτεσταντικό. Είναι γέροντες, Χοηφόροι και Ερινύες – Ευμενίδες που παίζουν και τραγουδούν ιδιοφυή ποιητικά κείμενα και απαρτίζονται από αθηναίους γνήσιους εφήβους ως εκπροσώπους της Δημοκρατίας, του ήθους και των θεσμών της.

Και βέβαια η έσχατη και αδιανόητη αναλογία που τολμήθηκε: αντί της μεγαλειωδέστερης ποίησης των αιώνων, τα χορικά είτε εκφωνήθηκαν σαν ράκη και γελοιοποιήθηκαν είτε τα υποκατέστησαν άσματα της εποχής του Εμφυλίου που έπαιζαν τα γραμμόφωνα στα πάρτι με την μπομπότα και το βερμούτ!

Είχα την τύχη να συνυπάρξω δύο χρόνια στον ίδιο χώρο με το μεγάλο συνθέτη Γιαννίδη και τον Μίμη Κατριβάνο. Είμαι βέβαιος πως όταν έφτασε στον Αδη το μαντάτο πως υποκατέστησαν τον Αισχύλο θα κρύβονταν από ντροπή.

Το είδαμε κι αυτό. Η «Ορέστεια» άλλοτε σαν «Φυντανάκι» κι άλλοτε σαν «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο». Αλλά γιατί να μας εκπλήσσουν όλα αυτά; Δεν παίχτηκε η «Γκόλφω» στην Επίδαυρο; Φαντάζεστε στο Μπάιροϊτ την «Εύθυμη Χήρα»;

Τιμώ όλους τους ηθοποιούς που υποχρεώθηκαν από το σκεπτικό τού σκηνοθέτη να παίξουν αστυνομικό μπουλβάρ, ενώ όλοι έχουν αξιόλογη πείρα στον κώδικα της τραγικής υφολογίας, πλην της κυρίας Πουλοπούλου.

Μετάφραση:

Δημήτρης Δημητριάδης

Διασκευή / σκηνοθεσία:

Γιάννης Χουβαρδάς

Σκηνικά:

Εύα Μανιδάκη

Κοστούμια:

Ιωάννα Τσάμη

Μουσική:

Σταύρος Γασπαράτος

Ερμηνείες:

Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Νίκος Κουρής, Στεφανία Γουλιώτη, Νίκος Ψαρράς, Αλκηστις Πουλοπούλου, Δημήτρης Παπανικολάου, Ιερώνυμος Καλετσάνος κ.ά.

Πού:

Σε περιοδεία μέχρι 5/9. Επόμενοι σταθμοί: Ρέθυμνο (απόψε), Χανιά (19/7). Ηράκλειο (20/7), Χαλκίδα (22/7). Δίον (23/7)