Λιμάνι του Πειραιά, πύλη 12. Στην προβλήτα δίπλα στις εγκαταστάσεις του ΟΛΠ είναι αραγμένο το γιγαντιαίο κρουαζιερόπλοιο «Carnival Vista». Από τη σκιά που ρίχνει ο μεγάλος όγκος του πάνω στην τσιμεντένια πλατφόρμα ξεπροβάλλουν νέοι, αγόρια και κορίτσια, ντυμένοι με μαύρα και λευκά ρούχα και παρατάσσονται απέναντι από το πλοίο. Μια κοπέλα κάνει μερικά βήματα μπροστά και αρχίζει να τραγουδάει: «Κέλομαί σε Γογγύλα /πέφανθι λάβοισα μα /γλακτίναν, σε δηύτε/ πόθος τ’ έαυτος αμφιπόταται». Η μελωδική φωνή της μπερδεύεται με τον αέρα που φυσάει και τους στίχους μοιάζουν να τους παρασέρνουν τα μποφόρ.

Μόλις ολοκληρώνει το κουπλέ της, ένα αγόρι φεύγει από τη γραμμή και αφού πιάνει από τα μαλλιά μια άλλη κοπέλα, τη φέρνει στο κέντρο και την πετάει στο έδαφος φωνάζοντας: «Εσύ δεν λυπάσαι; Δεν σε ταράξανε ξένες συμφορές;». Εκείνη ωστόσο ορθώνει μπροστά του το ανάστημά της και απαντά: «Ναι, αλλά με παρηγορεί η δική σου η δυστυχία» για να εισπράξει την οργή του: «Παιδιά μου, τι κακιά μάνα είχατε». Κοιτώντας ευθεία μπροστά και ενώ είναι ακόμα στα γόνατα συνεχίζει τον μονόλογό της: «Παιδιά μου, τι ταπεινό πατέρα είχατε».

Ο διάλογος αυτός, απόσπασμα από τη «Μήδεια» του Ευριπίδη, ήταν κομμάτι της παράστασης «Θάλασσα στην άκρη, η Ελλάδα –Climbing the sea» που παρουσιάστηκε το απόγευμα της Τρίτης. Κοινό της ήταν οι 5.500 επιβάτες του κρουαζιερόπλοιου «Carnival Vista» από όλο τον κόσμο, οι οποίοι επιβιβάζονται σταδιακά για να συνεχίσουν το ταξίδι τους στη Μεσόγειο. Το δρώμενο που θα επαναληφθεί και στα τέλη του μήνα –κατά την άφιξη άλλου κρουαζιερόπλοιου και όχι κατά την αναχώρηση, όπως αυτή τη φορά –σχεδιάστηκε από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά σε συνεργασία με τον ΟΛΠ προκειμένου να λειτουργήσει σαν καλωσόρισμα στους ξένους. «Η δράση προσπαθεί να δώσει στον μετακινούμενο άνθρωπο, τον ταξιδιώτη, τον τουρίστα, τον άνθρωπο της κρουαζιέρας μια διαφορετική αίσθηση της Ελλάδας. Μιας Ελλάδας δυνατής, υγιούς, φωτεινής, με πολιτισμό που στηρίζεται στο θέατρο, στο τραγούδι, στους ήχους» δηλώνει στο «Νσυν» ο Νίκος Διαμαντής, καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά που ως ιθύνων νους της πρωτοβουλίας υπέγραψε σκηνοθετικά και την παράσταση.

«ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ ΘΡΑΥΣΜΑΤΩΝ». Μαζί με τους συνεργάτες του Δημοτικού Θεάτρου έστησαν το ρεπερτόριο της παρουσίασης επιλέγοντας κομμάτια από αρχαίες τραγωδίες, έργα των Κορνάρου, Χορτάτση, Περσιάδη, ποιήματα των Παλαμά, Σεφέρη, Ελύτη, παραδοσιακά, λυρικά και πιο κλασικά τραγούδια. «Δημιουργήσαμε ένα παλίμψηστο θραυσμάτων μέσα από το θέατρο, την ποίηση, τους ήχους, το τραγούδι, τη λαϊκή παράδοση, το ρεμπέτικο, τον Καζαντζίδη, την τραγωδία, τον Γκλουκ διατρέχοντας πάρα πολύ γρήγορα με σπινθήρες την Ελλάδα. Την Ελλάδα όχι μόνο του Σεφέρη και του Ελύτη αλλά επίσης τη λαϊκότροπη, την ηπειρωτική, τη νησιωτική» προσθέτει ο Διαμαντής. Και μολονότι το κοινό ήταν αρκετά ετερόκλητο, αποφάσισαν να το κάνουν όλο αυτό στα ελληνικά χωρίς υπότιτλους ή υπέρτιτλους ώστε «να ακούσουν τον φυσικό ήχο σε διαφορετικές εκδοχές της γλώσσας μας μέσα από αυτό το μικρό πυκνό έργο». Για να βοηθήσουν πάντως την κατανόηση, μοίραζαν στους επιβάτες του κρουαζιερόπλοιου έναν σκηνικό οδηγό που περιέγραφε στα αγγλικά ό,τι έβλεπαν.

ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ. Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, δεν έδειχναν όλοι το ίδιο ενδιαφέρον για το δρώμενο. Τη στιγμή που τη σκυτάλη είχαν πάρει πια τα χορευτικά τμήματα πολιτιστικών συλλόγων της περιοχής, λίγοι επιβάτες είχαν βγει στα μπαλκόνια του κρουαζιερόπλοιου και παρακολουθούσαν. Αλλοι επιστρέφοντας από τη βόλτα τους στην πρωτεύουσα κοντοστάθηκαν παρατηρώντας με απορία τις φιγούρες των χορευτών, ενώ μια παρέα φορτωμένη με σακούλες γνωστών καταστημάτων τούς προσπερνούσε με γρήγορο βήμα χωρίς να ρίξει βλέμμα στον χορό. Οι πιο φιλοπερίεργοι τραβούσαν φωτογραφίες, ενώ οι περισσότεροι σχολίαζαν τις φορεσιές του συγκροτήματος και χαμογελούσαν.

Μολονότι την ίδια ώρα στο κρουαζιερόπλοιο σερβίρεται το δείπνο των επιβατών, όσοι περνούσαν τον έλεγχο ασφαλείας πριν ανέβουν τη ράμπα του, σταματούσαν στον μπουφέ που είχε στηθεί προς τιμήν των επιβατών και των καλλιτεχνών. Μπουκωμένοι παρακολουθούσαν τους χορούς και κατευθύνονταν σιγά σιγά προς το «Carnival Vista» χωρίς να πολυκαταλαβαίνουν τι γίνεται. Τουλάχιστον λίγες ώρες αργότερα, οπότε το καράβι απέπλευσε, αν δεν πήραν τη σωστή γεύση από τον ελληνικό πολιτισμό, θα έμειναν με τις ντόπιες λιχουδιές. Κάτι είναι κι αυτό!