Το 2016 αποδεικνύεται ήδη χρονιά οριακής δοκιμασίας τόσο για την Ευρωπαϊκή Ενωση όσο και για την ελληνική κυβέρνηση. Δοκιμασίας αντοχής, αφού η επιβίωση δεν είναι δεδομένη για καμία από τις δύο, και δοκιμασίας προσαρμογής, αφού αν δεν αλλάξουν θα βυθιστούν.

Η Ευρώπη βρέθηκε στη μέση μιας τέλειας καταιγίδας από το συνδυασμό τριών διακριτών αλλά αλληλοτροφοδοτούμενων κρίσεων: μιας πολιτικο-οικονομικής, που διανύει τον έβδομο χρόνο διατηρώντας βαθιές τις ρίζες της, μιας κοινωνικο-πολιτικής, του Μεταναστευτικού, και μιας πολτικο-θεσμικής, λόγω Brexit. Και οι τρεις, στις οποίες θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και μια μόνιμη κρίση ηγεσίας, έχουν δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο, στον οποίο τη γνώση ότι θεμελιώδεις λειτουργίες πρέπει να αλλάξουν υπονομεύει η έλλειψη μέσων και πολιτικής βούλησης για να υλοποιηθεί η παραμικρή αλλαγή.

Οι αποφασίζοντες γνωρίζουν –τώρα πια που και το ΔΝΤ το παραδέχθηκε δημόσια –ότι η συνταγή για τη δημοσιονομική ανάκαμψη είναι λανθασμένη και ότι η μονομερής λιτότητα αποτρέπει αντί να καθιστά δυνατή τη λύση. Ομως τα εργαλεία και το μείγμα πολιτικής που έχουν υιοθετηθεί απαιτούν ολοκλήρωση της (αέναης) φάσης της λιτότητας πριν δοκιμαστεί οτιδήποτε άλλο: από αυτή την αντίφαση προήλθε και η πρόσφατη, σχεδόν κωμικοτραγική, «αναγκαστική παραπομπή» Ισπανίας και Πορτογαλίας για υπέρβαση ελλείμματος. Το Μεταναστευτικό φανέρωσε την ύπαρξη προβλημάτων που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν παρά σε υπερεθνικό επίπεδο αλλά και δεν μπορούν καν να φτάσουν –λόγω κατοχυρωμένων αυτοεξαιρέσεων, βέτο και εγγενώς συγκρουόμενων εθνικών συμφερόντων –στο επίπεδο αυτό. Το Brexit, τέλος, θέτει αντιμέτωπες δυο επιδιώξεις που μόνο αν συνδυάζονταν θα μπορούσε να πάει μπροστά η ένωση: την εκδήλωση της ελεύθερης βούλησης των πολιτών και την οικοδόμηση μιας «υπερεθνικής κυριαρχίας», η οποία, εκ φύσεως, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ή αποκρούεται από τους πολίτες όταν εκδηλώνονται αποκλειστικά στο εθνικό πλαίσιο.

Αντίστοιχους οιονεί άλυτους κόμπους αντιμετωπίζει και η ελληνική κυβέρνηση. Εχει κάνει, αφού συλλογικά ξύσαμε την καταστροφή όχι όμως τον πάτο του βαρελιού, μια μεταστροφή προς τον «ευρωπαϊκό ρεαλισμό», την οποία ωστόσο διαρκώς επιμένει να υπονομεύει με λόγια και έργα. Ισχυρίζεται πως, αφού πειραματίστηκε με κάθε λογής εναλλακτικά «σενάρια», κατανόησε πλέον τις ανάγκες της εξουσίας και τα μυστικά της διαχείρισης, μόνο που συνεχίζει να υποτάσσει και τις μεν και τα δε σε μια στρατηγική κομματικού κράτους και καταπίεσης του κράτους δικαίου. Είδε και συνεχίζει να βλέπει τον γεωπολιτικό χάρο με τα μάτια της –Μεταναστευτικό, Μέση Ανατολή, Ρωσία, Τουρκία –αλλά επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη, λειτουργεί με ιδεολογήματα, διπρόσωπα και χωρίς σχέδιο και έτσι απομονώνεται όλο και περισσότερο.

Αν ο χρόνος είναι λίγος, οι αντικειμενικές δυνατότητες μιας αλλαγής είναι, φοβάμαι, ακόμα λιγότερες.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος