Η ήττα και η διαχείρισή της είναι από τις πιο κρίσιμες συγκυρίες στη ζωή ενός ανθρώπου, στην ιστορία μιας κοινωνίας. Το ίδιο ακριβώς και η νίκη. Η δε συνθήκη μεταξύ νικητή και νικημένου, το πώς συμπεριφέρεται ο πρώτος στον δεύτερο, αναγνωριστικό στοιχείο πολιτισμού. Προσωπικού, κοινωνικού, πολιτικού. Το ‘χουν πει άλλοι πριν από μένα, εξάλλου, ότι ένα σύστημα κρίνεται από το πώς αντιμετωπίζει τα παιδιά, τους ηλικιωμένους και τους νικημένους. Από το ουαί τοις ηττημένοις (vae victis στα λατινικά) του αρχηγού των Γαλατών Βρέννου προς τους υποτελείς Ρωμαίους, καθώς ζύγιζε με δικά του αυθαίρετα σταθμά το χρυσάφι που τους ζήτησε, μέχρι τη Συνθήκη της Γιάλτας για το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που επέβαλε μεν κυρώσεις αλλά δεν εξευτέλιζε, ούτε καν τιμωρούσε, συλλήβδην τους Γερμανούς, μεσολάβησαν δεκαπεντέμισι αιώνες και ένας, έστω και κακοχωνεμένος, Διαφωτισμός. Αφορμή για τέτοιες σκέψεις είναι βέβαια τα γεγονότα στην Τουρκία, η σε live σχεδόν μετάδοση της απόδειξης ότι όσο ο νικητής εξευτελίζει τον ηττημένο τόσο ευτελίζει και τη δική του νίκη. Μέχρι να την καταντήσει καδμεία –νίκη δηλαδή που δεν ωφελεί ούτε τον νικητή. Αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα για το διακύβευμα του φανατισμού. Ωστόσο, πριν αυτές οι αντιλήψεις εκτραχυνθούν στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης και στην απαγόρευση κηδείας των αντιφρονούντων νεκρών, διαβλέπω τη ρίζα τους στις ρεβανσιστικές μεθοδεύσεις της κυβέρνησης, στην αλαζονική αυθαιρεσία λόγων και έργων. Ξεκάθαρα στις δηλώσεις του Γιώργου Κυρίτση για την μετακύλιση των φορολογικών βαρών στους οπαδούς τού «Μένουμε Ευρώπη», υπαινικτικά αλλά αποφασιστικά στο «Εμείς κυβερνάμε τώρα» του Παναγιώτη Κουρουμπλή.