Yστερα από 49 χρόνια ζωής (και ύπνου) ξέρω πια καλά ότι η πύλη των ονείρων οδηγεί σε έναν κόσμο απροσδιόριστο, όπου είναι δυνατόν να ζήσεις και να αισθανθείς τα πάντα και όπου η έννοια του μη κανονικού απλώς δεν υφίσταται. Δεν εκπλήσσομαι λοιπόν καθόλου από όποιο όνειρο κι αν δω, οσοδήποτε τρελό ή απίστευτο. Τα πολύ ιδιαίτερα, βέβαια, τα κρατώ στη μνήμη μου και τα αναμασώ κατόπιν ηδονικά. Ετσι έχουν μια ευκαιρία να ζήσουν λίγο παραπάνω. Γρήγορα όμως και αυτά σβήνουν. Ολα τα όνειρα έχουν την ιδιότητα να αυτοδιασπώνται, σαν τις σακούλες του σουπερμάρκετ.

Εκείνο όμως που με εκπλήσσει σταθερά και λατρεύω να παρατηρώ, είναι η εκκίνηση του ονείρου. Πώς σχηματίζεται δηλαδή το πρώτο εκείνο σποράκι το οποίο θα οδηγήσει ευθύς μετά στο –λιγότερο ή περισσότερο –αλλοπρόσαλλο ενύπνιο σενάριο. Συνήθως όλα αρχίζουν από την τελευταία (συνειδητή) σκέψη που περιφέρεται στον νου μου προτού παραδοθώ στον ύπνο. Μπορεί να είναι κάτι εντελώς πρακτικό, κάτι σχετικό με την Εφορία, ας πούμε, και μια πληροφορία που ένας αρμόδιος υπάλληλος πρέπει να μου δώσει. Αυτή η έγνοια γρήγορα μετασχηματίζεται σε κάτι αλλούτερο, βγαίνει, για παράδειγμα, ο υπάλληλος στο τηλέφωνο και με ενημερώνει ότι η υπηρεσία του αργεί γιατί το κτίριο έχει γεμίσει φίδια και περιμένουν όλοι εναγωνίως το συνεργείο απολύμανσης. Αλλά μετά αμέσως αποφασίζω να επιληφθώ εγώ της κατάστασης και βρίσκομαι αυτομάτως στο κτίριο της Εφορίας κρατώντας στα χέρια μου μια ψαλίδα κλαδέματος, να παραμονεύω σε σκοτεινές γωνιές ύπουλα ερπετά.

ΓΕΦΥΡΕΣ. Ενδιαφέρον έχουν όμως και οι συνδέσεις μεταξύ των ονείρων, οι γέφυρες που σε οδηγούν άλλοτε πιο ομαλά και άλλοτε πιο ακατανόητα στο επόμενο ονειρικό συμβάν. Στο προηγούμενο παράδειγμα, θα μπορούσα ωραιότατα να βρεθώ την επόμενη κιόλας στιγμή από τους διαδρόμους της Εφορίας Αμαρουσίου στους δρόμους του Παρισιού αναζητώντας έναν συγκεκριμένο φούρνο που θυμάμαι ότι κάνει, λέει, τα καλύτερα μπενιέ με κρέμα. Διαπιστώνω μάλιστα ξυπνώντας ότι μπορούσα να χρησιμοποιώ τα πενιχρά γαλλικά μου και, παρότι κοιμισμένος, να φτιάχνω σχετικά σύνθετες φράσεις στην ξένη γλώσσα. «Est-ce que vous pouvez me dire si il y a pres d’ ici une boulangerie magnifique?». Και με την ίδια ελευθερία μεταφέρομαι ύστερα πετώντας σε μια θεατρική σκηνή στην Αθήνα όπου πρόκειται να παιχτεί κάποιο άγνωστο έργο του Μολιέρου. Ο σκηνοθέτης με υποχρεώνει να αποστηθίσω σε χρόνο dt τα λόγια ενός ρόλου και να βγω να παίξω! «Μα δεν γίνεται να τα μάθω τόσο γρήγορα» διαμαρτύρομαι. Και φεύγοντας θυμωμένος συναντώ έναν παλιό μου συμμαθητή την ύπαρξη του οποίου είχα ξεχάσει από χρόνια. Και λοιπά, και λοιπά, όλη νύχτα, από ιστορία σε ιστορία.

Δεν πιστεύω στην ψυχαναλυτική χρησιμότητα των ονείρων ούτε σε καμιά προφητικότητά τους. Απολαμβάνω ωστόσο κάθε στιγμή της άναρχης αυτής περιπλάνησης στα έγκατα του υποσυνειδήτου. Ισως, ο μόνος χρόνος αληθινής ελευθερίας. Ακόμα κι ένας σιδηροδέσμιος όταν κοιμάται ξεσκλαβώνεται.

Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης είναι συγγραφέας. Eχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα. Το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά του κυκλοφόρησε το 2013 υπό τον τίτλο «Ελάχιστο ίχνος» και πέρυσι κυκλοφόρησαν τα θεατρικά φύλλα «Το κέικ. Τον άυλο εσένα» από το Ροδακιό