Οσο υπάρχουν αγάπη, πάθος, χιούμορ και φτώχεια θα υπάρχει χώρος για την «Κάρμεν» και θα είναι πάντα επίκαιρη. Αυτή η βεβαιότητα του Στίβεν Λάνγκριτζ γίνεται οδηγός για τη σκηνοθετική του πρόταση στην ομότιτλη εμβληματική όπερα του Ζορζ Μπιζέ, που ανεβαίνει από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο Ηρώδειο (η παράσταση ήταν προγραμματισμένη για το προηγούμενο καλοκαίρι αλλά ακυρώθηκε λόγω των capital controls).

Ο Λάνγκριτζ, καλλιτεχνικός διευθυντής στην Οπερα του Γκέτεμποργκ, βρίσκεται αυτές τις ημέρες στην Αθήνα προετοιμάζοντας το έργο – αριστούργημα, όπως λέει, αφού «σε κάθε εποχή θα έχει τη δική του ερμηνεία και θα καθρεφτίζει τις αγωνίες και τις ανησυχίες της κοινωνίας». Και ενισχύει αυτή τη θέση του θυμίζοντας την πρώτη παρουσίασή της στην Οπερα του Παρισιού, το 1875. «Η ενοχλητική αμεσότητά της προκάλεσε κατάπληξη και αποτροπιασμό στο κοινό πριν από 141 χρόνια. Διατηρεί όμως ακόμη αυτή τη δύναμη: να σοκάρει και να προκαλεί συναισθηματική ταραχή στους θεατές».

Η Κάρμεν δεν είναι βγαλμένη από ένα παραμύθι με πριγκίπισσες και ιππότες, όπως συνήθως αφηγούνταν οι μέχρι τότε ιστορίες της όπερας. Η αντισυμβατική όπερα του Μπιζέ –σε ποιητικό κείμενο Λουντοβίκ Αλεβί –ανέβασε στη σκηνή Τσιγγάνους, ταυρομάχους κι εργάτες. Η ηρωίδα διεκδικεί το δικαίωμα της ελευθερίας της στη ζωή και στον έρωτα, προκαλώντας τριγμούς στα θεμέλια της ανδροκρατούμενης τότε (;) κοινωνίας. Η εξόντωσή της από τον ερωτευμένο και «προδομένο» Δον Χοσέ είναι αναπόφευκτη.

Ποια είναι άραγε η Κάρμεν του Λάνγκριτζ το 2016; «Η Κάρμεν προέρχεται από τα κοινωνικά άκρα, από μια κοινότητα περιθωριακή, ταυτοχρόνως όμως δεν περιορίζεται σε αυτή. Δεν αναγνωρίζει σύνορα, οποιουδήποτε είδους, αρνείται να παγιδευτεί σε μια σχέση και δείχνει μια άγρια συναισθηματική ειλικρίνεια. Τις σημερινές “Κάρμεν” μπορούμε να τις εντοπίσουμε στα σύνορα του ευρωπαϊκού Νότου, όπου εργάζονται παράνομοι μετανάστες σε πολύ σκληρές συνθήκες και όπου εγκληματικές οργανώσεις παίζουν παιχνίδια με τις Αρχές».

Αυτό το έργο όμως που σφύζει από δυνατούς χαρακτήρες, γοητευτική πλοκή, έντονα συναισθήματα και αξεπέραστη μουσική έχει για τον διάσημο σκηνοθέτη μια σημαντική δυσκολία: να παρουσιαστεί σαν να είναι το πρώτο του ανέβασμα ξεχνώντας όσα –εκατοντάδες –έχουν προηγηθεί. Η ιδανική προσέγγιση τόσο για τους δημιουργούς όσο και για το κοινό είναι να μπαίνουν «αθώοι» στην παράσταση. «Αν θελήσεις να κάνεις την Κάρμεν πολύ διαφορετική κινδυνεύεις να αποτύχεις. Φυσικά δεν μπορείς και να αντιγράψεις. Ελπίζω το κοινό να το παρακολουθεί σαν να το βλέπει πρώτη φορά (και αν είναι η πρώτη τους φορά στην όπερα ακόμα καλύτερα!)».

Εσείς ποια όπερα είδατε για πρώτη φορά;

Ω, δεν είμαι σίγουρος. Ο πατέρας μου ήταν τραγουδιστής και έτσι ήμουν συνέχεια τριγυρισμένος με μουσικές και χορωδίες. Είναι κάπως μπερδεμένα στο μυαλό μου. Η πρώτη όπερα που είδα –έφηβος πια –και εκστασιάστηκα ήταν η «Αλτσίνα» του Χέντελ σε σκηνοθεσία Ζορζ Λαβελί. Μια παράσταση γεμάτη εκπληκτικές εικόνες. Αλλά αυτό που με έκανε να θέλω να ασχοληθώ με αυτή την τέχνη ήταν το «Punch and Judy» του Χάρισον Μπερτγουίστλ σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Φρίμαν. Αψογη, λαμπερή, με φυσική και ωραία τρέλα.

Είστε ένας ανήσυχος καλλιτέχνης και παρουσιάζετε δουλειές σας σε φυλακές και ιδρύματα, νοσοκομεία, σχολεία κ.λπ. Πείτε μου ένα «μάθημα» που πήρατε από αυτό το κοινό.

Εχετε απόλυτο δίκιο να με ρωτάτε για ηθικά διδάγματα. Εκανα παραστάσεις στα πιο απίθανα μέρη σε όλο τον κόσμο, μέχρι τη Νότια Αφρική. Και έχω βεβαιωθεί μέσα από αυτή την εμπειρία ότι η μουσική και το θέατρο είναι ο φυσικός τρόπος που αντανακλά και μας δείχνει τη θέση μας στον κόσμο. Μια διαδικασία που περνά από τον εσωτερικό μας κόσμο. Ξέρετε, αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό, διότι η όπερα θεωρείται ελιτίστικη και απρόσιτη. Θεωρώ όμως ότι συμβαίνει το αντίθετο. Στην Οπερα του Γκέτεμποργκ, όπου είμαι διευθυντής, φτιάξαμε με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού και τους πρόσφυγες που φθάνουν στη Σουηδία μια διεθνή χορωδία που τραγουδάει σε πολλές γλώσσες. Αλλο ένα μάθημα που πήρα είναι ότι η μουσική είναι ο πιο άμεσος και πρακτικός τρόπος για να έρθουν κοντά διαφορετικές ομάδες με διαφορετικές ανάγκες. Ισως είναι ο καλύτερος τρόπος.

Ρινάτ Σαχάμ

Για 41η φορά!

Η Ρινάτ Σαχάμ (αριστερά) θα υποδυθεί την 41η Κάρμεν της στο Ηρώδειο. Μέσα στην τελευταία 15ετία κατάφερε να συνδεθεί όσο καμιά άλλη μέτζο με την ηρωίδα του Μπιζέ. Η Σαχάμ έχει αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά της στον ρόλο της Κάρμεν ερμηνεύοντάς τον στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου σε πολλές παραγωγές. Δυσκολεύεται να ξεχωρίσει κάποια, όμως νιώθει ευγνώμων για την πρώτη φορά που πάτησε το πόδι της στο Φεστιβάλ του Γκάιντμπορν με σκηνοθέτη τον Ντέιβιντ Μακ Βίκαρ, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Εζησε, όπως εξηγεί, μια μακριά και έντονη περίοδο με πρόβες. «Δουλεύαμε και την παραμικρή λεπτομέρεια με επιμονή και υπομονή. Η συγκεκριμένη παραγωγή είχε αποφασίσει να μην παραλείψει τίποτε από τους διαλόγους. Ετσι έμαθα αυτή τη συγκεκριμένη όπερα απέξω, από την αρχή μέχρι το τέλος». Από τότε η ισραηλινή μέτζο σοπράνο έχει εμφανιστεί ως Κάρμεν σε κάθε γωνιά του πλανήτη, από τη Ρώμη και το Βερολίνο μέχρι το Μόντρεαλ, την Αγία Πετρούπολη, τη Μόσχα και την Ιαπωνία. Γι’ αυτή την αρχετυπική Κάρμεν, όπως τη χαρακτήρισε ο «Γκάρντιαν», γράφτηκε ένα έργο από τον Σάιμον Στίβενς με τον τίτλο «Carmen Disruption», υπογραμμίζοντας έτσι την επίδρασή της στον ρόλο αυτόν. «Ο ρόλος αυτός στο συγκεκριμένο έργο αφορά μια τραγουδίστρια η οποία έχει κάνει τόσες πολλές φορές την Κάρμεν που αρχίζει να μπερδεύεται, να μην μπορεί να ξεχωρίσει πότε είναι αυτή και πότε ο ρόλος. Ευτυχώς εγώ ακόμη γνωρίζω πότε είμαι η Ρινάτ και πότε η Κάρμεν. Ομως έρχονται στιγμές που αισθάνομαι ότι εγώ και η Κάρμεν είμαστε ίδιες!».

INFO

«Κάρμεν» του Ζορζ Μπιζέ, 24, 26, 27, 29/7, στις 21.00 στο Ηρώδειο. Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός. Σκηνοθεσία: Στίβεν Λάνγκριτζ. Σκηνικά – κοστούμια: Γιώργος Σουγλίδης. Στον ρόλο της Κάρμεν η Ρινάτ Σαχάμ (24, 26/7) και η Ζεραλντίν Σοβέ (27, 29/7). Εισιτήρια: 25, 45, 55, 60 ευρώ. VIP: 85, 100 ευρώ. Φοιτητικό: 15 ευρώ. ΑμεΑ: 5 ευρώ.